ανήμερα
[temporales Adverb]
1. allgemein zur Bedeutung:
Το επίρρημα "ανήμερα", όταν απαντά χωρίς προσδιορισμό, όπως στη φράση "πήγαμε και ήρθαμε ανήμερα", σημαίνει "την ίδια ημέρα". Το επίρρημα όμως τούτο απαντά συχνότατα και με προσδιορισμό συνήθως ημέρας γιορτής, που εκφέρεται σε ονομαστική ή σε γενική, λ.χ.: "ανήμερα τα Χριστούγεννα", "ανήμερα της Λαμπρής". Η σημασία τού "ανήμερα" στις περιπτώσεις αυτές ποικίλλει κατά γλωσσικά ιδιώματα. Σημαίνει ή "την ίδια ημέρα" της γιορτής ή "την επόμενη ημέρα" (της γιορτής πάντα) ή "την προηγούμενη" από την ημέρα της γιορτής.
[aus einem Aufsatz von Εμμανουήλ Κριαράς]
2. Beispiele:
• Κατά το Δεκαπενταύγουστο – δεν καλοθυμάμαι αν ήτανε ανήμερα της Παναγιάς ή την παραμονή – [...] ° Um den 15. August – ich erinnere mich nicht genau, war es am Tag von Mariä Himmelfahrt oder am Vorabend – […] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]
• "Καταιγίδα" εκδηλώσεων σε ολόκληρο τον κόσμο την περασμένη Παρασκευή, ανήμερα την επέτειο.*
• [...], ενώ ανήμερα της επετείου την περασμένη Παρασκευή με ενδιαφέρον ανεμένετο η πρεμιέρα του "Ντον Τζιοβάνι" σε σκηνοθεσία Μίχαελ Χάνεκε στην Οπερα του Παρισιού.*
*[Beide Sätze stammen aus einem Zeitungsartikel der Wochenzeitung "Το Βήμα"
vom Sonntag, 29. Jänner 2006, in Zusammenhang mit Veranstaltungen, die zum
Weitere Wörter:
- ΑΝΕΒΑΖΩ...ανεβάζω • Ακόμα σκιάχτρο την ανέβαζαν, σκιάχτρο την κατέβαζαν, ή το πολύ γεράκι. ° Vogelscheuche, immerzu Vogelscheuche, im besten Fall Falke....
- ΑΝΕΜΕΛΟΣ, -η, -ο...ανέμελος, -η, -ο • Οι ανέμελοι άνθρωποι σαν κι αυτήν [...] Unbeschwerte Menschen wie sie [sc. wie dieses Mädchen] [...] [GF+DF aus:...
- ΑΝΕΜΟΣ, ο...άνεμος, ο 1. Grundbedeutung: der Wind [Anm.: auch das Wort ο αέρας kann die Bedeutung "der Wind" haben] 2. στους πέντε ανέμους:...
- ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ, -η, -ο...ανέραστος, -η, -ο • Αυτός δεν ήταν ικανός να ουρλιάξει. Ένα άθλιο έμβρυο. Ανέραστος. Ένα ανέραστο έμβρυο. ° Der [sc. dieser Mann] war ja nicht fähig zu schreien....
- ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ανερχόμενος, -η ,-ο • η ανερχόμενη Ασία ° das [wirtschaftlich] aufstrebende Asien ...
- ΑΝΕΣΗ, η...άνεση, η • φοβάμαι το θάνατο επειδή δεν έχω ζήσει ακόμη, δεν έχω περιφερθεί με άνεση ως εικόνα, [...] ° ich empfinde Angst vor dem Tod,...
- ΑΝΕΤΟΣ, -η, -ο...άνετος, -η, -ο • οι άνετοι τρόποι του ° seine legere Art [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΑΝΕΥ...άνευ • άνευ όρων και (άνευ) ορίων ° bedingungslos und grenzenlos • άνευ προηγουμένου ° noch nie dagewesen / sondergleichen ...
- ΑΝΕΧΟΜΑΙ...ανέχομαι = [u.a.] sich [etwas] gefallen lassen ...
- ΑΝΗΚΩ...ανήκω • ανήκει πλήρως στα βιβλία ° er ist den Büchern [sc. der Lektüre von Büchern] ganz ergeben [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] // die Bücher [sc....
- ΑΝΘΡΩΠΑΚΙ, το [bzw.] ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ, ο...ανθρωπάκι, το [bzw.] ανθρωπάκος, ο • Η Κάρμεν ζωγραφίζει ένα ανθρωπάκι στο σημειωματάριό της. Carmen malt [iS von: zeichnet] ein Männchen auf ihren Notizblock....
- ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο...άνθρωπος, ο 1. ο άνθρωπός μου: • ο άνθρωπός τους, ο γνωστός, ο καθημερινός ° der ihnen so nahestehende Mensch,...
- ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ, -η, -ο...ανίσχυρος, -η, -ο [in Zusammenhang mit einer als verfassungswidrig erklärten Gesetzesbestimmung] = ungültig ...
- ΑΝΟΙΓΩ...ανοίγω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ανοίγω την καρδιά μου 3.1. ανοίγει η καρδιά μου 3.2. μου άνοιξε την καρδιά 4. ανοίγω τον δρόμο 5....
- ΑΝΟΙΧΤΟΣ, -ή, -ό...ανοιχτός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) offen; geöffnet b) [bei Farben:] hell:...
- ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ, η...ανταπόκριση, η 1) die Erwiderung, die Resonanz: • Ο έρωτάς της έμεινε χωρίς ανταπόκριση. ° Ihre Liebe blieb ohne Erwiderung....
- ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ, το...αντάρτικο, το 1) der Partisanenkrieg: • Ήταν τα χρόνια του αντάρτικου, [...] ° Es waren die Jahre des Partisanenkriegs, [...] [GF+DF aus:...
- ΑΝΤΕ...άντε (bzw. άιντε) 1. άντε και ... : [praktikable Übersetzung:] höchstens / bestenfalls / allenfalls [iS von: "das wäre schon das höchste der Gefühle"] – siehe z....
- ΑΝΤΕΧΩ...αντέχω όποιος αντέξει: s. unter όποιος, -α, -ο (Z 5) ...