παθαίνω


Übersicht:

1. Grundbedeutung

2. καλά να πάθω (πάθεις, πάθει, ...)

3. τα θέλεις και τα παθαίνεις

4. αυτά παθαίνεις όταν ...

5. είδα κι έπαθα

6. τι πήγα να πάθω

7. πώς το ’παθα

8. παθαίνω πλάκα: s. unter πλάκα, η


1. Grundbedeutung:

erleiden


2. καλά να πάθω (πάθεις, πάθει, ...)  °  recht geschieht mir (dir, ihm, …) / das geschieht mir (dir, ihm, …) recht


3. τα θέλεις και τα παθαίνεις  °  du willst es (ja) so / du willst es (ja) nicht anders / du forderst es heraus [Vorwurf (bzw. Drohung), wonach sich jemand die ihn treffenden negativen Konse­quenzen durch sein eigenes Verhalten selbst zuzuschreiben habe]


4. αυτά παθαίνεις όταν ...  °  das hat man davon, dass ...


5. είδα κι έπαθα:

• Είδα κι έπαθα να τον κάνω να καταλάβει πως [...]

Ich hatte meine liebe Not*, ihm [= meinem Vater] klarzumachen, dass […]  

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

*[praktikable Übersetzungsalternative wäre auch: "Ich hatte alle Mühe"]

• Είδαν και πάθανε να του δώσουν να καταλάβει πως [...]

Es kostete sie allerhand Mühe, ihm klar­zumachen, dass […]  

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Το κύπελλο του θείου Τομ είδαν κι έπα­θαν να το χωρέσουν στο ναυτικό του σάκο, [...]

Der Darts-Pokal von Uncle Tom hatte nur mit Müh und Not in seinen Seesack ge­passt [sc. in den Seesack des Buben, dem Uncle Tom zum Abschied diesen Pokal geschenkt hatte], […]  

[DF+GF aus: Menasse: Vienna]


6. τι πήγα να πάθω:

• Τι πήγες να πάθεις, χρυσέ μου. Έπεσες σε κανίβαλους.  °  Was ist dir da zugestoßen, mein Goldschatz. Du bist unter die Kannibalen geraten. [(scherzhafte) Reaktion auf die Schilderung des Partners, der am Morgen eine Geflügelfarm besucht hatte, in der den Hüh­nern die Überreste des geschlachteten Geflügels verfüttert werden]   [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]


7. πώς το ’παθα:

• Πώς το ’παθε ο κύριος Δήμαρχος ...  °  Was mag bloß in den Herrn Bürgermeister gefahren sein? [dass er endlich für ein ordentliches Funktionieren der Straßen­laternen gesorgt hat] [Äußerung des Erstaunens darüber, das die Beleuchtung plötzlich (im Gegensatz zu bisher) funktioniert]  [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω // Anm.: drei Punkte der GF im Original]

• Τον λυπήθηκαν (πώς το ’παθαν;) και του φώναξαν: "[...]"  °  Er tat ihnen leid (kaum zu glauben!), sie riefen ihm zu: "[…]"   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

vgl. in diesem Sinne auch die Erläuterungen zur Wendung "πώς το έπαθε κάποιος (και έκανε κάτι)", in: ΛΔΗ, S. 273


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ...ουσιαστικά 1) praktisch / de facto:...
  • ΟΥΤΕ...ούτε Übersicht: 1.1. Grundbedeutungen 1.2. Zur Verwendung von "δεν" (bzw. "μην") in Sätzen mit "ούτε" 2. Verwendung iS von "nicht" ("δεν") bzw....
  • ΟΥΤΙ, το...ούτι, το (Plural: τα ούτια) [arabisches Musikinstrument] ...
  • ΟΦΕΛΟΣ, το...όφελος, το • Ποιο τ’ όφελος να [...] ° Was für einen Zweck hat es, [...] zu [...] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...
  • ΟΧΙ...όχι Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. και όχι μόνο 3. αν όχι ... [bzw.] αν όχι και ... 4. γιατί όχι και ... 5. όχι και ......
  • ΟΧΤΑΡΙ, το...οχτάρι, το = σύνολο από οχτώ ομοειδείς μονάδες 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό – π.χ.: • Έδωσα ένα οχτάρι (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία – π.χ.:...
  • ΟΨΕΤΑΙ...όψεται ας / να όψεται: s. unter όψομαι ...
  • ΟΨΗ, η...όψη, η 1. Grundbedeutungen: a) das Aussehen: • Τα ρομπότ στο έργο του Γιάννη δεν ξεχωρίζουν καθόλου στην όψη, την ομιλία και τις κινήσεις από τους ανθρώπους....
  • ΟΨΟΜΑΙ...όψομαι = τιμωρούμαι για τις αμαρτίες μου (στις φρ. "να όψεσαι", "ας όψεται") [Ανδρ.] ας όψεται ° ας δει // η ευθύνη στον (στην ...) // το κρίμα στον (στην ......
  • ΠΑ...πα [bzw.] πά 1. πά σε ... : • πά στα βουνά [Ν. Καζαντζάκης / Ι. Κακριδής: Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση, Αθήνα 1955 – zitiert in ΛΔΗ, S 448, letzte Zeile,...
Nachher:
  • ΠΑΘΙΑΡΙΚΟΣ, -η, -ο...παθιάρικος, -η, -ο = ο γεμάτος πάθος και συγκίνηση [ΛΓΙΟ] – π.χ.: • "Να πούμε και παθιάρικα, πικρά παραπονιάρικα / απ’ αυτά που λεν πιωμένοι όλοι οι ερωτευμένοι....
  • ΠΑΙΔΕΙΑ, η...παιδεία, η 1. Zu Begriff und Wesen [Quelle: Μ. Κεσσόπουλος: Εκθέσεις, Α' Γυμνασίου, 2007, σ. 69/70]: - Παιδεία: Η γενική ανάπτυξη και καλλιέργεια (πνευματική,...
  • ΠΑΙΔΕΥΩ...παιδεύω • Τους βλέπεις που παιδεύουνται [= παιδεύονται] να φαν τα πολλά λεφτά τους και δεν το καταφέρνουν. ° Man sieht, wie sie sich vergeblich bemühen,...
  • ΠΑΙΔΙ, το...παιδί, το 1. Grundbedeutung: das Kind 2.1. als alltagssprachliche Charakterisierung junger Menschen jenseits des Kindes­alters: • Ήταν γεμάτο παιδιά,...
  • ΠΑΙΔΙΚΟΣ, -ή, -ό...παιδικός, -ή, -ό ο παιδικός σταθμός: s. unter νηπιαγωγείο, το ...
  • ΠΑΙΔΟΜΑΝΙ, το...παιδομάνι, το • Παραδίπλα έπαιζε το παιδομάνι, όλο φωνές και φασαρία. ° Gleich daneben spielte die Kinderschar mit Lärm und Geschrei. [GF+DF aus: Μηλιώνης:...
  • ΠΑΙΖΩ...παίζω 1. παίζω + Akk. : a) [Schach, Karten, Fußball, ein Instrument etc.] spielen:...
  • ΠΑΙΞΕ // ΠΑΙΞΤΕ...παίξε // παίξτε [Imperativ (Stamm II-Form) von παίζω ] ...
  • ΠΑΙΡΝΩ...παίρνω [Anm.: παίρνω ist zu unterscheiden von περνώ!] Übersicht: 1. παίρνω πίσω 2. παίρνω από πίσω 3. με παίρνει από κάτω 4. παίρνω κάτω 5. με παίρνει ......