όψη, η
1. Grundbedeutungen:
a) das Aussehen:
• Τα ρομπότ στο έργο του Γιάννη δεν ξεχωρίζουν καθόλου στην όψη, την ομιλία και τις κινήσεις από τους ανθρώπους. ° Die Roboter im [Theater-]Stück von Jannis unterscheiden sich im Aussehen, im Reden (Sprechen) und den Bewegungen überhaupt nicht von den Menschen.
b) die Seite [eines Objekts]:
• η πίσω όψη ° die Rückseite [zB. eines Formulars; einer Kreditkarte]
c) [als sprachwissenschaftlicher Begriff]: η όψη του ρήματος [bzw.] η ρηματική όψη ° der (Verbal-)Aspekt (auch als "Aktionsart{en}" bezeichnet)
2.1. εκ πρώτης όψεως ° auf den ersten Blick
2.2. εξ όψεως ° vom Sehen (her):
• Μέχρι τώρα τον γνώριζα μόνο εξ όψεως. ° Bisher kannte ich ihn [sc. Petros] nur vom Sehen.
3. υπ’ όψη [bzw.] υπ’ όψιν: s. υπόψη
Weitere Wörter:
- ΟΥΡΑΝΟΣ, ο...ουρανός, ο βαρύς ουρανός = συννεφιασμένος [Εμμ.] ...
- ΟΥΡΙ, το...ουρί, το (Plural: τα ουρί) = γυναίκα του μωαμεθανικού παραδείσου (αραβ. huri) [Ανδρ.] ...
- ΟΥΣΙΑ, η...ουσία, η 1. Grundbedeutungen: das Wesen, die Substanz; der Stoff [etc.] 2. στην ουσία ° im Grunde (genommen) / de facto / im Kern ...
- ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ...ουσιαστικά 1) praktisch / de facto:...
- ΟΥΤΕ...ούτε Übersicht: 1.1. Grundbedeutungen 1.2. Zur Verwendung von "δεν" (bzw. "μην") in Sätzen mit "ούτε" 2. Verwendung iS von "nicht" ("δεν") bzw....
- ΟΥΤΙ, το...ούτι, το (Plural: τα ούτια) [arabisches Musikinstrument] ...
- ΟΦΕΛΟΣ, το...όφελος, το • Ποιο τ’ όφελος να [...] ° Was für einen Zweck hat es, [...] zu [...] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...
- ΟΧΙ...όχι Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. και όχι μόνο 3. αν όχι ... [bzw.] αν όχι και ... 4. γιατί όχι και ... 5. όχι και ......
- ΟΧΤΑΡΙ, το...οχτάρι, το = σύνολο από οχτώ ομοειδείς μονάδες 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό – π.χ.: • Έδωσα ένα οχτάρι (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία – π.χ.:...
- ΟΨΕΤΑΙ...όψεται ας / να όψεται: s. unter όψομαι ...
- ΟΨΟΜΑΙ...όψομαι = τιμωρούμαι για τις αμαρτίες μου (στις φρ. "να όψεσαι", "ας όψεται") [Ανδρ.] ας όψεται ° ας δει // η ευθύνη στον (στην ...) // το κρίμα στον (στην ......
- ΠΑ...πα [bzw.] πά 1. πά σε ... : • πά στα βουνά [Ν. Καζαντζάκης / Ι. Κακριδής: Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση, Αθήνα 1955 – zitiert in ΛΔΗ, S 448, letzte Zeile,...
- ΠΑΘΑΙΝΩ...παθαίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. καλά να πάθω (πάθεις, πάθει, ...) 3. τα θέλεις και τα παθαίνεις 4. αυτά παθαίνεις όταν ... 5. είδα κι έπαθα 6....
- ΠΑΘΙΑΡΙΚΟΣ, -η, -ο...παθιάρικος, -η, -ο = ο γεμάτος πάθος και συγκίνηση [ΛΓΙΟ] – π.χ.: • "Να πούμε και παθιάρικα, πικρά παραπονιάρικα / απ’ αυτά που λεν πιωμένοι όλοι οι ερωτευμένοι....
- ΠΑΙΔΕΙΑ, η...παιδεία, η 1. Zu Begriff und Wesen [Quelle: Μ. Κεσσόπουλος: Εκθέσεις, Α' Γυμνασίου, 2007, σ. 69/70]: - Παιδεία: Η γενική ανάπτυξη και καλλιέργεια (πνευματική,...
- ΠΑΙΔΕΥΩ...παιδεύω • Τους βλέπεις που παιδεύουνται [= παιδεύονται] να φαν τα πολλά λεφτά τους και δεν το καταφέρνουν. ° Man sieht, wie sie sich vergeblich bemühen,...
- ΠΑΙΔΙ, το...παιδί, το 1. Grundbedeutung: das Kind 2.1. als alltagssprachliche Charakterisierung junger Menschen jenseits des Kindesalters: • Ήταν γεμάτο παιδιά,...
- ΠΑΙΔΙΚΟΣ, -ή, -ό...παιδικός, -ή, -ό ο παιδικός σταθμός: s. unter νηπιαγωγείο, το ...
- ΠΑΙΔΟΜΑΝΙ, το...παιδομάνι, το • Παραδίπλα έπαιζε το παιδομάνι, όλο φωνές και φασαρία. ° Gleich daneben spielte die Kinderschar mit Lärm und Geschrei. [GF+DF aus: Μηλιώνης:...