ουσία, η
1. Grundbedeutungen:
das Wesen, die Substanz; der Stoff [etc.]
2. στην ουσία ° im Grunde (genommen) / de facto / im Kern
Weitere Wörter:
Vorher
- ΟΣΑ...όσα 1. όσα-όσα: s. unter όσος, -η, -ο (Z 3) 2. όσα πάνε κι όσα έρθουν: s. unter όσος, -η, -ο (Z 4) ...
- ΟΣΟ...όσο Übersicht: 1. Bedeutungen allgemein 2. όσο και 3. όσο και να [bzw.] όσο κι αν // όσος (-η, -ο) κι αν 4. όσο δεν ... 5. όσο να [bzw.] όσο που 6....
- ΟΣΟΝΟΥΠΩ...οσονούπω [Adverb] = in Kürze 1) / bald 1) / demnächst 2) 1) [Pons online (Benutzereinträge)] // 2) [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
- ΟΣΟΣ, -η, -ο...όσος, -η, -ο 1. [allgemein]: • μια απόσταση όση απ’ την μεσόπορτα του σπιτιού τους στα χαλάσματα ° in einer Entfernung [wörtl.: eine Entfernung],...
- ΟΤΑΝ...όταν 1. Bedeutungen: a) als: • Όταν βρήκα μια φορεσιά και πλύθηκα και ντύθηκα, η γριά με κοίταξε καλά καλά. "Συνέφερες", είπε. "Για δες, μια χαρά παλικαράκι!...
- ΟΤΙ...ότι [σύνδεσμος / Konjunktion] [Anm.: ότι ist zu unterscheiden von ό,τι !] = dass ...
- ΟΥΖΕΡΙ, το / ΟΥΖΑΔΙΚΟ, το...ουζερί, το / ουζάδικο, το [synonym] = das ~Ouso-Lokal ...
- ΟΥΖΟ, το...ούζο, το Zum Unterschied zwischen τσίπουρο und ούζο: Εκεί βέβαια [στα τσιπουράδικα του Τυρνάβου] αρωματίζουν το τσίπουρο με γλυκάνισο και προσομοιάζει με ούζο,...
- ΟΥΡΑΝΟΣ, ο...ουρανός, ο βαρύς ουρανός = συννεφιασμένος [Εμμ.] ...
- ΟΥΡΙ, το...ουρί, το (Plural: τα ουρί) = γυναίκα του μωαμεθανικού παραδείσου (αραβ. huri) [Ανδρ.] ...
Nachher:
- ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ...ουσιαστικά 1) praktisch / de facto:...
- ΟΥΤΕ...ούτε Übersicht: 1.1. Grundbedeutungen 1.2. Zur Verwendung von "δεν" (bzw. "μην") in Sätzen mit "ούτε" 2. Verwendung iS von "nicht" ("δεν") bzw....
- ΟΥΤΙ, το...ούτι, το (Plural: τα ούτια) [arabisches Musikinstrument] ...
- ΟΦΕΛΟΣ, το...όφελος, το • Ποιο τ’ όφελος να [...] ° Was für einen Zweck hat es, [...] zu [...] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...
- ΟΧΙ...όχι Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. και όχι μόνο 3. αν όχι ... [bzw.] αν όχι και ... 4. γιατί όχι και ... 5. όχι και ......
- ΟΧΤΑΡΙ, το...οχτάρι, το = σύνολο από οχτώ ομοειδείς μονάδες 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό – π.χ.: • Έδωσα ένα οχτάρι (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία – π.χ.:...
- ΟΨΕΤΑΙ...όψεται ας / να όψεται: s. unter όψομαι ...
- ΟΨΗ, η...όψη, η 1. Grundbedeutungen: a) das Aussehen: • Τα ρομπότ στο έργο του Γιάννη δεν ξεχωρίζουν καθόλου στην όψη, την ομιλία και τις κινήσεις από τους ανθρώπους....
- ΟΨΟΜΑΙ...όψομαι = τιμωρούμαι για τις αμαρτίες μου (στις φρ. "να όψεσαι", "ας όψεται") [Ανδρ.] ας όψεται ° ας δει // η ευθύνη στον (στην ...) // το κρίμα στον (στην ......