όψεται


ας / να όψεται: s. unter όψομαι  



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΟΥΖΟ, το...ούζο, το Zum Unterschied zwischen τσίπουρο und ούζο: Εκεί βέβαια [στα τσιπουράδικα του Τυρνάβου] αρωματίζουν το τσίπουρο με γλυκάνισο και προσο­μοιάζει με ούζο,...
  • ΟΥΡΑΝΟΣ, ο...ουρανός, ο βαρύς ουρανός = συννεφιασμένος [Εμμ.] ...
  • ΟΥΡΙ, το...ουρί, το (Plural: τα ουρί) = γυναίκα του μωαμεθανικού παραδείσου (αραβ. huri) [Ανδρ.] ...
  • ΟΥΣΙΑ, η...ουσία, η 1. Grundbedeutungen: das Wesen, die Substanz; der Stoff [etc.] 2. στην ουσία ° im Grunde (genommen) / de facto / im Kern ...
  • ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ...ουσιαστικά 1) praktisch / de facto:...
  • ΟΥΤΕ...ούτε Übersicht: 1.1. Grundbedeutungen 1.2. Zur Verwendung von "δεν" (bzw. "μην") in Sätzen mit "ούτε" 2. Verwendung iS von "nicht" ("δεν") bzw....
  • ΟΥΤΙ, το...ούτι, το (Plural: τα ούτια) [arabisches Musikinstrument] ...
  • ΟΦΕΛΟΣ, το...όφελος, το • Ποιο τ’ όφελος να [...] ° Was für einen Zweck hat es, [...] zu [...] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...
  • ΟΧΙ...όχι Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. και όχι μόνο 3. αν όχι ... [bzw.] αν όχι και ... 4. γιατί όχι και ... 5. όχι και ......
  • ΟΧΤΑΡΙ, το...οχτάρι, το = σύνολο από οχτώ ομοειδείς μονάδες 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό – π.χ.: • Έδωσα ένα οχτάρι (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία – π.χ.:...
Nachher:
  • ΟΨΗ, η...όψη, η 1. Grundbedeutungen: a) das Aussehen: • Τα ρομπότ στο έργο του Γιάννη δεν ξεχωρίζουν καθόλου στην όψη, την ομιλία και τις κινήσεις από τους ανθρώπους....
  • ΟΨΟΜΑΙ...όψομαι = τιμωρούμαι για τις αμαρτίες μου (στις φρ. "να όψεσαι", "ας όψεται") [Ανδρ.] ας όψεται ° ας δει // η ευθύνη στον (στην ...) // το κρίμα στον (στην ......
  • ΠΑ...πα [bzw.] πά 1. πά σε ... : • πά στα βουνά [Ν. Καζαντζάκης / Ι. Κακριδής: Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση, Αθήνα 1955 – zitiert in ΛΔΗ, S 448, letzte Zeile,...
  • ΠΑΘΑΙΝΩ...παθαίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. καλά να πάθω (πάθεις, πάθει, ...) 3. τα θέλεις και τα παθαίνεις 4. αυτά παθαίνεις όταν ... 5. είδα κι έπαθα 6....
  • ΠΑΘΙΑΡΙΚΟΣ, -η, -ο...παθιάρικος, -η, -ο = ο γεμάτος πάθος και συγκίνηση [ΛΓΙΟ] – π.χ.: • "Να πούμε και παθιάρικα, πικρά παραπονιάρικα / απ’ αυτά που λεν πιωμένοι όλοι οι ερωτευμένοι....
  • ΠΑΙΔΕΙΑ, η...παιδεία, η 1. Zu Begriff und Wesen [Quelle: Μ. Κεσσόπουλος: Εκθέσεις, Α' Γυμνασίου, 2007, σ. 69/70]: - Παιδεία: Η γενική ανάπτυξη και καλλιέργεια (πνευματική,...
  • ΠΑΙΔΕΥΩ...παιδεύω • Τους βλέπεις που παιδεύουνται [= παιδεύονται] να φαν τα πολλά λεφτά τους και δεν το καταφέρνουν. ° Man sieht, wie sie sich vergeblich bemühen,...
  • ΠΑΙΔΙ, το...παιδί, το 1. Grundbedeutung: das Kind 2.1. als alltagssprachliche Charakterisierung junger Menschen jenseits des Kindes­alters: • Ήταν γεμάτο παιδιά,...
  • ΠΑΙΔΙΚΟΣ, -ή, -ό...παιδικός, -ή, -ό ο παιδικός σταθμός: s. unter νηπιαγωγείο, το ...