παιδί, το


1. Grundbedeutung:

das Kind


2.1. als alltagssprachliche Charakterisierung junger Menschen jenseits des Kindes­alters:

• Ήταν γεμάτο παιδιά, αγόρια και κορίτσια με μπικίνι, ριγμένα ανέμελα στις πλαστικές καρέκλες κάτω από την κληματαριά.  °  Sie [= die kleine Taverne / το ταβερνάκι] war voller junger Leute, Jungen und Mädchen im Bikini, die sich [sic!] unbekümmert auf den Plastikstühlen unter den Ranken der Weinlaube lümmelten. // Sie wimmelte von Jugend­lichen, Jungen und Mädchen im Bikini, die sich unbekümmert auf den Plastik­stühlen unter der Weinlaube fläzten.   [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]


2.2. als alltagssprachliche Charakterisierung von (sonstigen) Personen jenseits des Kindesalters:

• Ήταν καλό παιδί κι ας είχε τις παραξενιές του, [...].

Es [= Er] war ein netter Kerl, und wenn er auch seine Macken hatte, […]. 

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• Γεια σας παιδιά!

Hallo Leute!   [Pons]

• Δε γίνεται, παιδιά.

Das geht nicht, Freunde.   [GF+DF aus: Βαμμ.]

• Το τι είδα εκεί μέσα, βρε παιδιά, [...]

Was ich dort drinnen erblickte, Jungs, …[lässt sich nicht beschreiben] [Anrede eines Soldaten gegen­über seinen Kame­raden]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• γιατί εσείς παιδιά μου, [...]

denn ihr, meine Lieben, […] [Anrede eines Fabri­kan­ten (mit leicht belehrend-ironi­schem Unterton) gegen­über zwei mit ihm befreundeten Kleinunter­neh­mern] 

[GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]


3. παιδί πράγμα: s. unter πράγμα, το (Z 2.2)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΟΧΙ...όχι Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. και όχι μόνο 3. αν όχι ... [bzw.] αν όχι και ... 4. γιατί όχι και ... 5. όχι και ......
  • ΟΧΤΑΡΙ, το...οχτάρι, το = σύνολο από οχτώ ομοειδείς μονάδες 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό – π.χ.: • Έδωσα ένα οχτάρι (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία – π.χ.:...
  • ΟΨΕΤΑΙ...όψεται ας / να όψεται: s. unter όψομαι ...
  • ΟΨΗ, η...όψη, η 1. Grundbedeutungen: a) das Aussehen: • Τα ρομπότ στο έργο του Γιάννη δεν ξεχωρίζουν καθόλου στην όψη, την ομιλία και τις κινήσεις από τους ανθρώπους....
  • ΟΨΟΜΑΙ...όψομαι = τιμωρούμαι για τις αμαρτίες μου (στις φρ. "να όψεσαι", "ας όψεται") [Ανδρ.] ας όψεται ° ας δει // η ευθύνη στον (στην ...) // το κρίμα στον (στην ......
  • ΠΑ...πα [bzw.] πά 1. πά σε ... : • πά στα βουνά [Ν. Καζαντζάκης / Ι. Κακριδής: Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση, Αθήνα 1955 – zitiert in ΛΔΗ, S 448, letzte Zeile,...
  • ΠΑΘΑΙΝΩ...παθαίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. καλά να πάθω (πάθεις, πάθει, ...) 3. τα θέλεις και τα παθαίνεις 4. αυτά παθαίνεις όταν ... 5. είδα κι έπαθα 6....
  • ΠΑΘΙΑΡΙΚΟΣ, -η, -ο...παθιάρικος, -η, -ο = ο γεμάτος πάθος και συγκίνηση [ΛΓΙΟ] – π.χ.: • "Να πούμε και παθιάρικα, πικρά παραπονιάρικα / απ’ αυτά που λεν πιωμένοι όλοι οι ερωτευμένοι....
  • ΠΑΙΔΕΙΑ, η...παιδεία, η 1. Zu Begriff und Wesen [Quelle: Μ. Κεσσόπουλος: Εκθέσεις, Α' Γυμνασίου, 2007, σ. 69/70]: - Παιδεία: Η γενική ανάπτυξη και καλλιέργεια (πνευματική,...
  • ΠΑΙΔΕΥΩ...παιδεύω • Τους βλέπεις που παιδεύουνται [= παιδεύονται] να φαν τα πολλά λεφτά τους και δεν το καταφέρνουν. ° Man sieht, wie sie sich vergeblich bemühen,...
Nachher:
  • ΠΑΙΔΙΚΟΣ, -ή, -ό...παιδικός, -ή, -ό ο παιδικός σταθμός: s. unter νηπιαγωγείο, το ...
  • ΠΑΙΔΟΜΑΝΙ, το...παιδομάνι, το • Παραδίπλα έπαιζε το παιδομάνι, όλο φωνές και φασαρία. ° Gleich daneben spielte die Kinderschar mit Lärm und Geschrei. [GF+DF aus: Μηλιώνης:...
  • ΠΑΙΖΩ...παίζω 1. παίζω + Akk. : a) [Schach, Karten, Fußball, ein Instrument etc.] spielen:...
  • ΠΑΙΞΕ // ΠΑΙΞΤΕ...παίξε // παίξτε [Imperativ (Stamm II-Form) von παίζω ] ...
  • ΠΑΙΡΝΩ...παίρνω [Anm.: παίρνω ist zu unterscheiden von περνώ!] Übersicht: 1. παίρνω πίσω 2. παίρνω από πίσω 3. με παίρνει από κάτω 4. παίρνω κάτω 5. με παίρνει ......
  • ΠΑΙΧΤΕ...παίχτε = παίξτε ° spielt [Imperativ (Stamm II-Form) von παίζω] ...
  • ΠΑΛΑΙ...πάλαι πάλαι ποτέ ° κάποτε στο παρελθόν / παλαιότερα / σε κάποια εποχή στο παρελθόν [ΛΤΣ] – π.χ.: • Ο δικηγόρος αυτός ήταν πάλαι ποτέ συνήγορός μου....
  • ΠΑΛΑΜΑΚΙΑ, τα...παλαμάκια, τα • Μια παρέα αντρών και γυναικών χειροκροτούσαν τον πατέρα μου που χόρευε [ζεϊμπέκικο]. Γύρω του σχημάτιζαν έναν κύκλο. [......
  • ΠΑΛΕΥΩ...παλεύω 1. παλεύω να: [praktikable Übersetzungsmöglichkeiten:] mit allen Kräften trachten, … zu … / ringen um … / sich anstrengen,...