πάλαι
πάλαι ποτέ ° κάποτε στο παρελθόν / παλαιότερα / σε κάποια εποχή στο παρελθόν [ΛΤΣ] – π.χ.:
• Ο δικηγόρος αυτός ήταν πάλαι ποτέ συνήγορός μου. [ΛΤΣ]
• τα αίτια της εξαθλίωσης του πάλαι ποτέ πλούσιου νησιού ° die Ursachen der Verelendung der einstmals reichen Insel [Madagaskar] [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg]
• το χάνι πάλαι ποτέ ° einst die Herberge [war dieses Gebäude später eine Sesammühle] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΠΑΘΙΑΡΙΚΟΣ, -η, -ο...παθιάρικος, -η, -ο = ο γεμάτος πάθος και συγκίνηση [ΛΓΙΟ] – π.χ.: • "Να πούμε και παθιάρικα, πικρά παραπονιάρικα / απ’ αυτά που λεν πιωμένοι όλοι οι ερωτευμένοι....
- ΠΑΙΔΕΙΑ, η...παιδεία, η 1. Zu Begriff und Wesen [Quelle: Μ. Κεσσόπουλος: Εκθέσεις, Α' Γυμνασίου, 2007, σ. 69/70]: - Παιδεία: Η γενική ανάπτυξη και καλλιέργεια (πνευματική,...
- ΠΑΙΔΕΥΩ...παιδεύω • Τους βλέπεις που παιδεύουνται [= παιδεύονται] να φαν τα πολλά λεφτά τους και δεν το καταφέρνουν. ° Man sieht, wie sie sich vergeblich bemühen,...
- ΠΑΙΔΙ, το...παιδί, το 1. Grundbedeutung: das Kind 2.1. als alltagssprachliche Charakterisierung junger Menschen jenseits des Kindesalters: • Ήταν γεμάτο παιδιά,...
- ΠΑΙΔΙΚΟΣ, -ή, -ό...παιδικός, -ή, -ό ο παιδικός σταθμός: s. unter νηπιαγωγείο, το ...
- ΠΑΙΔΟΜΑΝΙ, το...παιδομάνι, το • Παραδίπλα έπαιζε το παιδομάνι, όλο φωνές και φασαρία. ° Gleich daneben spielte die Kinderschar mit Lärm und Geschrei. [GF+DF aus: Μηλιώνης:...
- ΠΑΙΖΩ...παίζω 1. παίζω + Akk. : a) [Schach, Karten, Fußball, ein Instrument etc.] spielen:...
- ΠΑΙΞΕ // ΠΑΙΞΤΕ...παίξε // παίξτε [Imperativ (Stamm II-Form) von παίζω ] ...
- ΠΑΙΡΝΩ...παίρνω [Anm.: παίρνω ist zu unterscheiden von περνώ!] Übersicht: 1. παίρνω πίσω 2. παίρνω από πίσω 3. με παίρνει από κάτω 4. παίρνω κάτω 5. με παίρνει ......
- ΠΑΙΧΤΕ...παίχτε = παίξτε ° spielt [Imperativ (Stamm II-Form) von παίζω] ...
Nachher:
- ΠΑΛΑΜΑΚΙΑ, τα...παλαμάκια, τα • Μια παρέα αντρών και γυναικών χειροκροτούσαν τον πατέρα μου που χόρευε [ζεϊμπέκικο]. Γύρω του σχημάτιζαν έναν κύκλο. [......
- ΠΑΛΕΥΩ...παλεύω 1. παλεύω να: [praktikable Übersetzungsmöglichkeiten:] mit allen Kräften trachten, … zu … / ringen um … / sich anstrengen,...
- ΠΑΛΙ...πάλι 1. Grundbedeutung: wieder 2. weitere Bedeutungen allgemein: a) dennoch / trotzdem [etc.] // genauso / auch / genauso gut [iS von: in gleicher Weise] [bzw.:...
- ΠΑΛΙΑΤΖΙΔΙΚΟ, το...παλιατζίδικο, το (bzw. auch: το παλιατζήδικο [so die (alleinige) Schreibweise bei ΛΜΠ]) • [...] τη χρονιά εκείνη, κάποια Κυριακή,...
- ΠΑΛΙΚΑΡΙ, το...παλικάρι, το s. παλληκάρι, το ...
- ΠΑΛΙΝΩΡΙΟ, το...παλινώριο, το όργανο με το οποίο βρισκόταν παλιότερα το αζιμούθιο του ήλιου, με συνδυασμό της ώρας, της ηλιακής κλίσης και του πλάτους [Quelle:...
- ΠΑΛΙΟ+...παλιο+ [bzw.] παλιό+ • Ένας άνθρωπος σ’ αυτό το παλιόσπιτο δεν υπάρχει; Ist denn kein Mensch in diesem verfluchten Haus? [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΠΑΛΙΟΣ, -ά, -ό...παλιός, -ά, -ό 1. από παλιά ° von alters her [iS von: schon seit jeher / schon sehr lange] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2. (από τα / στα) παλιά χρόνια [bzw....
- ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ, το...παλληκάρι, το (bzw. παλικάρι, το) 1. Zur Schreibweise: [...] υποστηρίζω ότι η ιστορική γραφή των λέξεων πρέπει να διατηρηθεί,...