παίζω
1. παίζω + Akk. :
a) [Schach, Karten, Fußball, ein Instrument etc.] spielen:
• παίζω σκάκι ° Schach spielen
• όλο ποδόσφαιρο παίζουνε ° sie spielen dauernd Fußball
b) spielen mit [sc. herumspielen mit]:
• παίζει νευρικά το κομπολόι του |
er spielt nervös mit seinem Komboloi |
• Άρχισα να παίζω νευρικά τα δάχτυλά μου. |
Ich begann nervös mit meinen Fingern zu spielen (herumzuspielen). |
[im gleichen Sinn]:
• μια δυστυχία ασήκωτη, μεγάλη σα θάλασσα, που μ’ έπαιζε καρυδότσεφλο στα κύματά της |
eine unstillbare Traurigkeit, groß wie ein Meer, das mich auf seinen Wellen wie eine Nussschale hin und her warf [wörtl.: …, das mit mir ~als (~wie mit einer) Nussschale auf seinen Wellen spielte] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
c) spielen mit / aufs Spiel setzen [also iS von: riskieren]:
• παίζουν τη ζωή τους |
sie spielen [bei dieser Aktion] mit ihrem Leben / sie setzen ihr Leben aufs Spiel* [weil sie riskieren, dabei vom Feind entdeckt und beschossen zu werden] [GF + DF (*) aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• Έπαιζε συνέχεια τη ζωή του. |
Er spielte ständig mit seinem Leben. [weil er sich immer in gefährliche Situationen begab] |
d) spielen um:
• Οι γυναίκες παίζουν τον τίτλο στην Αθήνα. ° Die Frauen spielen in Athen um den Titel.
2.1. παίζεται / παίζονται ° [u.a.:] auf dem Spiel stehen [etc.]:
• Εδώ παίζεται η τύχη της πατρίδας. |
Hier [in diesem Krieg] ging [richtig: geht] es um das Schicksal des Vaterlandes. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• εδώ παίζονται πολλά |
es steht viel auf dem Spiel [Pons] |
• Και τελικά ήταν αδιανόητο πως εκείνος θα μπορούσε να του αρνηθεί τη βοήθειά του, όταν παιζόταν πραγματικά η σταδιοδρομία, η ύπαρξη, η ζωή, ναι, εντελώς απλά η ζωή του ανιψιού του, [...]. |
Und es war doch undenkbar, daß der [= sein Onkel] ihm [= dem Neffen] seine Hilfe verweigern könnte [d.h. dem Neffen das Geld nicht zur Verfügung stellen würde, das dieser dringend zur Begleichung von Spielschulden benötigte], wenn tatsächlich die Karriere, die Existenz, das Leben, ja, ganz einfach das Leben des Neffen […] auf dem Spiel stand. [DF+GF aus: Schnitzler: Spiel] |
• Όλα, τα πάντα παίζονται τώρα για μένα, όχι μόνον η ύπαρξή μου ως αξιωματικού. Τι θα γίνω, τι άλλο μπορώ πια να αρχίσω; Αφού τίποτε άλλο δεν έχω μάθει, [...]. |
Alles, alles steht für mich [mit der pünktlichen Rückzahlung meiner Spielschuld] auf dem Spiel, nicht nur meine Existenz als Offizier. Was soll ich, was kann ich denn anderes anfangen? Ich hab' ja sonst nichts gelernt, […]. [DF+GF aus: Schnitzler: Spiel] |
• Η Μαρίνα κατάλαβε πως αυτή τη στιγμή παιζότανε η τύχη της. |
Marina [Gymnasiallehrerin] begriff, dass in diesem Augenblick [sc. Konfrontation mit dem Schulinspektor vor versammelter Klasse] ~ihr (künftiges) Schicksal auf dem Spiel stand. [GF: Κατίνα Παπά: Σ’ ένα γυμνάσιο θηλέων, σ.134] |
• στην καθαυτό παράσταση, όπου παίζονταν όλα για όλα |
bei der glanzvollen [Zirkus-]Aufführung [Anm.: in der GF: bei der Aufführung selbst (im Gegensatz zur Probe)], wenn es wirklich um alles ging [sc. wo die geprobten Akrobatiknummern auch ohne Seile und Sicherheitsnetze gelingen mussten] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] |
[bzw.]
2.2. παίζει ° [u.a.:] auf dem Spiel stehen [etc.]:
• Ο Κάρλο Αντσελότι, που παίζει κι αυτός το μέλλον του αύριο, [...] |
[vermutl.:] Carlo Ancelotti [Trainer der in letzter Zeit erfolglosen italienischen Fußballmannschaft Juventus], ~um dessen Zukunft [als Trainer] es gleichfalls morgen geht [wenn Juventus gegen eine griechische Mannschaft spielen wird], […]. |
3. το παίζω κάτι ° παριστάνω, θεωρώ τον εαυτόν μου πως είναι κάτι, υποκρίνομαι πως είμαι κάτι [ΛΔΗ]
[bzw.]
το παίζω ° υποδύομαι κάτι που σχεδόν είμαι και προσπαθώ σκληρά να γίνω, αλλά χωρίς να έχω τα προσόντα [ΑΓΝ, σ. 149]
π.χ.:
• Ο τάδε το παίζει σκληρός, ανένδοτος, φιλόσοφος, πλούσιος, ωραίος, έξυπνος, γυναικάς, κτλ. [ΛΔΗ]
4. δεν παίζεται, μεγάλε:
έκφραση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια όμορφη κατάσταση, κάτι πολύ όμορφο (λ.χ. μια ωραία γυναίκα) [ΑΓΝ, σ. 171/172]
5. δεν είναι παίξε-γέλασε ([bzw.] δεν είναι παίξε γέλασε) ° es ist keine Kleinigkeit [Moser*, S 119] / es ist kein Kinderspiel [Pons online*] [etc.]:
*[GF jeweils in der Variante ohne Bindestrich zwischen "παίξε" und "γέλασε"]
π.χ.:
• Φυσικά και επαναστατεί το στομάχι μου. Δεν είναι παίξε-γέλασε να ταρακουνιέσαι μες στη θάλασσα πάνω κάτω! ° Natürlich rebelliert mein Magen. Es ist keine Kleinigkeit (Es ist kein Spaß / Es ist kein Vergnügen / Es ist nicht lustig), [bei einer Schiff- bzw. Bootsfahrt] auf dem Meer ~hin- und hergeschaukelt zu werden! [Eigenübersetzung]
• δέκα χιλιάδες ψήφοι "εις προσοχήν" δεν είναι βέβαια παίξε γέλασε ° zehntausend Wählerstimmen in Reih und Glied [in Habachtstellung] sind natürlich kein Pappenstiel [ironische Bemerkung in Zusammenhang mit einem Abgeordneten, der in die Nähe der Front gereist ist und dort den angetretenen Soldaten in einer Rede beteuert, dass er sich freue, sie zu sehen] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
6. μου παίζει τον παπ(π)ά: s. unter παππάς, ο
Weitere Wörter:
- ΟΨΗ, η...όψη, η 1. Grundbedeutungen: a) das Aussehen: • Τα ρομπότ στο έργο του Γιάννη δεν ξεχωρίζουν καθόλου στην όψη, την ομιλία και τις κινήσεις από τους ανθρώπους....
- ΟΨΟΜΑΙ...όψομαι = τιμωρούμαι για τις αμαρτίες μου (στις φρ. "να όψεσαι", "ας όψεται") [Ανδρ.] ας όψεται ° ας δει // η ευθύνη στον (στην ...) // το κρίμα στον (στην ......
- ΠΑ...πα [bzw.] πά 1. πά σε ... : • πά στα βουνά [Ν. Καζαντζάκης / Ι. Κακριδής: Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση, Αθήνα 1955 – zitiert in ΛΔΗ, S 448, letzte Zeile,...
- ΠΑΘΑΙΝΩ...παθαίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. καλά να πάθω (πάθεις, πάθει, ...) 3. τα θέλεις και τα παθαίνεις 4. αυτά παθαίνεις όταν ... 5. είδα κι έπαθα 6....
- ΠΑΘΙΑΡΙΚΟΣ, -η, -ο...παθιάρικος, -η, -ο = ο γεμάτος πάθος και συγκίνηση [ΛΓΙΟ] – π.χ.: • "Να πούμε και παθιάρικα, πικρά παραπονιάρικα / απ’ αυτά που λεν πιωμένοι όλοι οι ερωτευμένοι....
- ΠΑΙΔΕΙΑ, η...παιδεία, η 1. Zu Begriff und Wesen [Quelle: Μ. Κεσσόπουλος: Εκθέσεις, Α' Γυμνασίου, 2007, σ. 69/70]: - Παιδεία: Η γενική ανάπτυξη και καλλιέργεια (πνευματική,...
- ΠΑΙΔΕΥΩ...παιδεύω • Τους βλέπεις που παιδεύουνται [= παιδεύονται] να φαν τα πολλά λεφτά τους και δεν το καταφέρνουν. ° Man sieht, wie sie sich vergeblich bemühen,...
- ΠΑΙΔΙ, το...παιδί, το 1. Grundbedeutung: das Kind 2.1. als alltagssprachliche Charakterisierung junger Menschen jenseits des Kindesalters: • Ήταν γεμάτο παιδιά,...
- ΠΑΙΔΙΚΟΣ, -ή, -ό...παιδικός, -ή, -ό ο παιδικός σταθμός: s. unter νηπιαγωγείο, το ...
- ΠΑΙΔΟΜΑΝΙ, το...παιδομάνι, το • Παραδίπλα έπαιζε το παιδομάνι, όλο φωνές και φασαρία. ° Gleich daneben spielte die Kinderschar mit Lärm und Geschrei. [GF+DF aus: Μηλιώνης:...
- ΠΑΙΞΕ // ΠΑΙΞΤΕ...παίξε // παίξτε [Imperativ (Stamm II-Form) von παίζω ] ...
- ΠΑΙΡΝΩ...παίρνω [Anm.: παίρνω ist zu unterscheiden von περνώ!] Übersicht: 1. παίρνω πίσω 2. παίρνω από πίσω 3. με παίρνει από κάτω 4. παίρνω κάτω 5. με παίρνει ......
- ΠΑΙΧΤΕ...παίχτε = παίξτε ° spielt [Imperativ (Stamm II-Form) von παίζω] ...
- ΠΑΛΑΙ...πάλαι πάλαι ποτέ ° κάποτε στο παρελθόν / παλαιότερα / σε κάποια εποχή στο παρελθόν [ΛΤΣ] – π.χ.: • Ο δικηγόρος αυτός ήταν πάλαι ποτέ συνήγορός μου....
- ΠΑΛΑΜΑΚΙΑ, τα...παλαμάκια, τα • Μια παρέα αντρών και γυναικών χειροκροτούσαν τον πατέρα μου που χόρευε [ζεϊμπέκικο]. Γύρω του σχημάτιζαν έναν κύκλο. [......
- ΠΑΛΕΥΩ...παλεύω 1. παλεύω να: [praktikable Übersetzungsmöglichkeiten:] mit allen Kräften trachten, … zu … / ringen um … / sich anstrengen,...
- ΠΑΛΙ...πάλι 1. Grundbedeutung: wieder 2. weitere Bedeutungen allgemein: a) dennoch / trotzdem [etc.] // genauso / auch / genauso gut [iS von: in gleicher Weise] [bzw.:...
- ΠΑΛΙΑΤΖΙΔΙΚΟ, το...παλιατζίδικο, το (bzw. auch: το παλιατζήδικο [so die (alleinige) Schreibweise bei ΛΜΠ]) • [...] τη χρονιά εκείνη, κάποια Κυριακή,...
- ΠΑΛΙΚΑΡΙ, το...παλικάρι, το s. παλληκάρι, το ...