παίξε // παίξτε


[Imperativ (Stamm II-Form) von παίζω ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΟΨΟΜΑΙ...όψομαι = τιμωρούμαι για τις αμαρτίες μου (στις φρ. "να όψεσαι", "ας όψεται") [Ανδρ.] ας όψεται ° ας δει // η ευθύνη στον (στην ...) // το κρίμα στον (στην ......
  • ΠΑ...πα [bzw.] πά 1. πά σε ... : • πά στα βουνά [Ν. Καζαντζάκης / Ι. Κακριδής: Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση, Αθήνα 1955 – zitiert in ΛΔΗ, S 448, letzte Zeile,...
  • ΠΑΘΑΙΝΩ...παθαίνω Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. καλά να πάθω (πάθεις, πάθει, ...) 3. τα θέλεις και τα παθαίνεις 4. αυτά παθαίνεις όταν ... 5. είδα κι έπαθα 6....
  • ΠΑΘΙΑΡΙΚΟΣ, -η, -ο...παθιάρικος, -η, -ο = ο γεμάτος πάθος και συγκίνηση [ΛΓΙΟ] – π.χ.: • "Να πούμε και παθιάρικα, πικρά παραπονιάρικα / απ’ αυτά που λεν πιωμένοι όλοι οι ερωτευμένοι....
  • ΠΑΙΔΕΙΑ, η...παιδεία, η 1. Zu Begriff und Wesen [Quelle: Μ. Κεσσόπουλος: Εκθέσεις, Α' Γυμνασίου, 2007, σ. 69/70]: - Παιδεία: Η γενική ανάπτυξη και καλλιέργεια (πνευματική,...
  • ΠΑΙΔΕΥΩ...παιδεύω • Τους βλέπεις που παιδεύουνται [= παιδεύονται] να φαν τα πολλά λεφτά τους και δεν το καταφέρνουν. ° Man sieht, wie sie sich vergeblich bemühen,...
  • ΠΑΙΔΙ, το...παιδί, το 1. Grundbedeutung: das Kind 2.1. als alltagssprachliche Charakterisierung junger Menschen jenseits des Kindes­alters: • Ήταν γεμάτο παιδιά,...
  • ΠΑΙΔΙΚΟΣ, -ή, -ό...παιδικός, -ή, -ό ο παιδικός σταθμός: s. unter νηπιαγωγείο, το ...
  • ΠΑΙΔΟΜΑΝΙ, το...παιδομάνι, το • Παραδίπλα έπαιζε το παιδομάνι, όλο φωνές και φασαρία. ° Gleich daneben spielte die Kinderschar mit Lärm und Geschrei. [GF+DF aus: Μηλιώνης:...
  • ΠΑΙΖΩ...παίζω 1. παίζω + Akk. : a) [Schach, Karten, Fußball, ein Instrument etc.] spielen:...
Nachher:
  • ΠΑΙΡΝΩ...παίρνω [Anm.: παίρνω ist zu unterscheiden von περνώ!] Übersicht: 1. παίρνω πίσω 2. παίρνω από πίσω 3. με παίρνει από κάτω 4. παίρνω κάτω 5. με παίρνει ......
  • ΠΑΙΧΤΕ...παίχτε = παίξτε ° spielt [Imperativ (Stamm II-Form) von παίζω] ...
  • ΠΑΛΑΙ...πάλαι πάλαι ποτέ ° κάποτε στο παρελθόν / παλαιότερα / σε κάποια εποχή στο παρελθόν [ΛΤΣ] – π.χ.: • Ο δικηγόρος αυτός ήταν πάλαι ποτέ συνήγορός μου....
  • ΠΑΛΑΜΑΚΙΑ, τα...παλαμάκια, τα • Μια παρέα αντρών και γυναικών χειροκροτούσαν τον πατέρα μου που χόρευε [ζεϊμπέκικο]. Γύρω του σχημάτιζαν έναν κύκλο. [......
  • ΠΑΛΕΥΩ...παλεύω 1. παλεύω να: [praktikable Übersetzungsmöglichkeiten:] mit allen Kräften trachten, … zu … / ringen um … / sich anstrengen,...
  • ΠΑΛΙ...πάλι 1. Grundbedeutung: wieder 2. weitere Bedeutungen allgemein: a) dennoch / trotzdem [etc.] // genauso / auch / genauso gut [iS von: in gleicher Weise] [bzw.:...
  • ΠΑΛΙΑΤΖΙΔΙΚΟ, το...παλιατζίδικο, το (bzw. auch: το παλιατζήδικο [so die (alleinige) Schreibweise bei ΛΜΠ]) • [...] τη χρονιά εκείνη, κάποια Κυριακή,...
  • ΠΑΛΙΚΑΡΙ, το...παλικάρι, το s. παλληκάρι, το ...
  • ΠΑΛΙΝΩΡΙΟ, το...παλινώριο, το όργανο με το οποίο βρισκόταν παλιότερα το αζιμούθιο του ήλιου, με συνδυασμό της ώρας, της ηλιακής κλίσης και του πλάτους [Quelle:...