παλιατζίδικο, το
(bzw. auch: το παλιατζήδικο [so die (alleinige) Schreibweise bei ΛΜΠ])
• [...] τη χρονιά εκείνη, κάποια Κυριακή, κατέβηκα ένα πρωί στα παλιατζίδικα. Χάζευα λοιπόν τις αποθήκες με τα μεταχειρισμένα βιβλία κι ύστερα από λίγο διάλεξα τέσσερα πέντε και πήγα να πληρώσω. ° [...] in jenem Jahr ging ich eines Sonntagmorgens zu den Trödlerläden. Ich sah mich [also] in den Stapeln von gebrauchten Büchern um und wählte nach einiger Zeit vier, fünf aus und wollte bezahlen. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΠΑΙΔΙΚΟΣ, -ή, -ό...παιδικός, -ή, -ό ο παιδικός σταθμός: s. unter νηπιαγωγείο, το ...
- ΠΑΙΔΟΜΑΝΙ, το...παιδομάνι, το • Παραδίπλα έπαιζε το παιδομάνι, όλο φωνές και φασαρία. ° Gleich daneben spielte die Kinderschar mit Lärm und Geschrei. [GF+DF aus: Μηλιώνης:...
- ΠΑΙΖΩ...παίζω 1. παίζω + Akk. : a) [Schach, Karten, Fußball, ein Instrument etc.] spielen:...
- ΠΑΙΞΕ // ΠΑΙΞΤΕ...παίξε // παίξτε [Imperativ (Stamm II-Form) von παίζω ] ...
- ΠΑΙΡΝΩ...παίρνω [Anm.: παίρνω ist zu unterscheiden von περνώ!] Übersicht: 1. παίρνω πίσω 2. παίρνω από πίσω 3. με παίρνει από κάτω 4. παίρνω κάτω 5. με παίρνει ......
- ΠΑΙΧΤΕ...παίχτε = παίξτε ° spielt [Imperativ (Stamm II-Form) von παίζω] ...
- ΠΑΛΑΙ...πάλαι πάλαι ποτέ ° κάποτε στο παρελθόν / παλαιότερα / σε κάποια εποχή στο παρελθόν [ΛΤΣ] – π.χ.: • Ο δικηγόρος αυτός ήταν πάλαι ποτέ συνήγορός μου....
- ΠΑΛΑΜΑΚΙΑ, τα...παλαμάκια, τα • Μια παρέα αντρών και γυναικών χειροκροτούσαν τον πατέρα μου που χόρευε [ζεϊμπέκικο]. Γύρω του σχημάτιζαν έναν κύκλο. [......
- ΠΑΛΕΥΩ...παλεύω 1. παλεύω να: [praktikable Übersetzungsmöglichkeiten:] mit allen Kräften trachten, … zu … / ringen um … / sich anstrengen,...
- ΠΑΛΙ...πάλι 1. Grundbedeutung: wieder 2. weitere Bedeutungen allgemein: a) dennoch / trotzdem [etc.] // genauso / auch / genauso gut [iS von: in gleicher Weise] [bzw.:...
Nachher:
- ΠΑΛΙΚΑΡΙ, το...παλικάρι, το s. παλληκάρι, το ...
- ΠΑΛΙΝΩΡΙΟ, το...παλινώριο, το όργανο με το οποίο βρισκόταν παλιότερα το αζιμούθιο του ήλιου, με συνδυασμό της ώρας, της ηλιακής κλίσης και του πλάτους [Quelle:...
- ΠΑΛΙΟ+...παλιο+ [bzw.] παλιό+ • Ένας άνθρωπος σ’ αυτό το παλιόσπιτο δεν υπάρχει; Ist denn kein Mensch in diesem verfluchten Haus? [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΠΑΛΙΟΣ, -ά, -ό...παλιός, -ά, -ό 1. από παλιά ° von alters her [iS von: schon seit jeher / schon sehr lange] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2. (από τα / στα) παλιά χρόνια [bzw....
- ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ, το...παλληκάρι, το (bzw. παλικάρι, το) 1. Zur Schreibweise: [...] υποστηρίζω ότι η ιστορική γραφή των λέξεων πρέπει να διατηρηθεί,...
- ΠΑΛΛΙΝΩΡΙΟ, το...παλλινώριο, το s. παλινώριο, το ...
- ΠΑΝΑΓΙΑ, η...Παναγία, η [bzw. (lt. ΛΜΠ λαϊκ.)] Παναγιά, η • "Παναγία μου", ξεφεύγει της Κάρμεν. "Τι, βρέχει;" ° "Du meine Güte",...
- ΠΑΝΑΘΕΜΑ...πανάθεμα [επιφωνηματική λέξη] s. unter ανάθεμα, το (Z 3) ...
- ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ, -η, -ο...πανανθρώπινος, -η, -ο • πανανθρώπινες ιδιότητες ° allgemeinmenschliche Eigenschaften [GF+DF aus: Όσες φορές] ...