όσος, -η, -ο


1. [allgemein]:

• μια απόσταση όση απ’ την μεσόπορτα του σπιτιού τους στα χαλάσματα  °  in einer Entfernung [wörtl.: eine Entfernung], die etwa der von der mittleren Tür ihres Hauses bis zu den Trümmern entsprach   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• μ’ όση ευκολία τής επέτρεπε η προχωρημένη εγκυμοσύνη της  °  so gewandt, wie es ihre fortgeschrittene Schwangerschaft erlaubte [schwenkte sie die Laterne]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


2. όσος (-η, -ο) κι αν: s. (gemeinsam mit "όσο κι αν") unter όσο (Z 3)


3. όσα-όσα  °  zu Schleuderpreisen    [Wendt]

vgl. im selben Sinne auch: όσο-όσο [bzw.] όσο κι όσο (s. unter όσο, Z 9)


4. όσα πάνε κι όσα έρθουν:

εκφράζει ανεμελιά, αφροντισιά  [ΛΔΗ, σ. 291 (dort auch BS)]  //  για ανθρώπους που ξοδεύουν χρήματα απερίσκεφτα ή που ενεργούν χωρίς μέθοδο και τάξη  [Εμμ., σ. 377] //  για όσους ενεργούν άσκοπα και απρογραμμάτιστα   [Εμμ., σ. 361]  //  [vgl. auch die Über­setzung:] die Dinge so hinnehmen, wie sie vom Schicksal bestimmt sind ("wie's kommt, so kommt's")   [AK, S. 109]


5. όσο: s. eigenes Stichwort   


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΟΠΟΥ...όπου 1. όπου να ’ναι ° gleich [iS von: in Kürze, sofort, jeden Moment, demnächst] / bald [etc.]: • Όπου να ’ναι θα βρέξει. ° Es wird gleich regnen. [DF+GF aus:...
  • ΟΠΩΣ...όπως Übersicht: 1.1. Grundbedeutung 1.2. weitere Bedeutungen allgemein 2. όπως είμαι (+ Adjektiv) 3. όπως in Verbindung mit einer Verneinung 4....
  • ΟΡΓΗ, η...οργή, η 1. Grundbedeutung: der Zorn, die Wut 2. στην οργή [als Ausdruck von Unmut] ° zum Teufel / verdammt noch mal: • Τι στην οργή γίνεται εδώ; [sc.:...
  • ΟΡΓΩΝΩ...οργώνω 1) pflügen: • Αιώνες οργώνουμε την ίδια γη, μαζεύουμε ελιές από τα ίδια δέντρα. ° Jahrhunderte­lang pflügen wir [= Griechen und Türken] dieselbe Erde,...
  • ΟΡΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...οριακός, -ή, -ό 1) Rand-: • Όλες αυτές οι ταραχές είναι οριακά γεγονότα [...] ° Unruhen dieser Art sind nur Rand­ereig­nis­­se […] [GF+DF aus: W. Greider:...
  • ΟΡΙΕΝΤΑΛ...οριεντάλ • έκανε οριεντάλ χορό // χόρευε και κάτι οριεντάλ ["Ντέφι" Nr. 8, S. 24] ...
  • ΟΡΙΖΩ...ορίζω 1) [etwas] bestimmen, festsetzen [etc.]: • Το άρθρο 38 του Συντάγματος ορίζει σαφώς ότι [...] ° Artikel 38 der Verfassung bestimmt (normiert) klar, dass [....
  • ΟΣΑ...όσα 1. όσα-όσα: s. unter όσος, -η, -ο (Z 3) 2. όσα πάνε κι όσα έρθουν: s. unter όσος, -η, -ο (Z 4) ...
  • ΟΣΟ...όσο Übersicht: 1. Bedeutungen allgemein 2. όσο και 3. όσο και να [bzw.] όσο κι αν // όσος (-η, -ο) κι αν 4. όσο δεν ... 5. όσο να [bzw.] όσο που 6....
  • ΟΣΟΝΟΥΠΩ...οσονούπω [Adverb] = in Kürze 1) / bald 1) / demnächst 2) 1) [Pons online (Benutzereinträge)] // 2) [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
Nachher:
  • ΟΤΑΝ...όταν 1. Bedeutungen: a) als: • Όταν βρήκα μια φορεσιά και πλύθηκα και ντύθηκα, η γριά με κοίταξε καλά καλά. "Συνέφερες", είπε. "Για δες, μια χαρά παλικαράκι!...
  • ΟΤΙ...ότι [σύνδεσμος / Konjunktion] [Anm.: ότι ist zu unterscheiden von ό,τι !] = dass ...
  • ΟΥΖΕΡΙ, το / ΟΥΖΑΔΙΚΟ, το...ουζερί, το / ουζάδικο, το [synonym] = das ~Ouso-Lokal ...
  • ΟΥΖΟ, το...ούζο, το Zum Unterschied zwischen τσίπουρο und ούζο: Εκεί βέβαια [στα τσιπουράδικα του Τυρνάβου] αρωματίζουν το τσίπουρο με γλυκάνισο και προσο­μοιάζει με ούζο,...
  • ΟΥΡΑΝΟΣ, ο...ουρανός, ο βαρύς ουρανός = συννεφιασμένος [Εμμ.] ...
  • ΟΥΡΙ, το...ουρί, το (Plural: τα ουρί) = γυναίκα του μωαμεθανικού παραδείσου (αραβ. huri) [Ανδρ.] ...
  • ΟΥΣΙΑ, η...ουσία, η 1. Grundbedeutungen: das Wesen, die Substanz; der Stoff [etc.] 2. στην ουσία ° im Grunde (genommen) / de facto / im Kern ...
  • ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ...ουσιαστικά 1) praktisch / de facto:...
  • ΟΥΤΕ...ούτε Übersicht: 1.1. Grundbedeutungen 1.2. Zur Verwendung von "δεν" (bzw. "μην") in Sätzen mit "ούτε" 2. Verwendung iS von "nicht" ("δεν") bzw....