ότι
Weitere Wörter:
Vorher
- ΟΡΓΗ, η...οργή, η 1. Grundbedeutung: der Zorn, die Wut 2. στην οργή [als Ausdruck von Unmut] ° zum Teufel / verdammt noch mal: • Τι στην οργή γίνεται εδώ; [sc.:...
- ΟΡΓΩΝΩ...οργώνω 1) pflügen: • Αιώνες οργώνουμε την ίδια γη, μαζεύουμε ελιές από τα ίδια δέντρα. ° Jahrhundertelang pflügen wir [= Griechen und Türken] dieselbe Erde,...
- ΟΡΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...οριακός, -ή, -ό 1) Rand-: • Όλες αυτές οι ταραχές είναι οριακά γεγονότα [...] ° Unruhen dieser Art sind nur Randereignisse […] [GF+DF aus: W. Greider:...
- ΟΡΙΕΝΤΑΛ...οριεντάλ • έκανε οριεντάλ χορό // χόρευε και κάτι οριεντάλ ["Ντέφι" Nr. 8, S. 24] ...
- ΟΡΙΖΩ...ορίζω 1) [etwas] bestimmen, festsetzen [etc.]: • Το άρθρο 38 του Συντάγματος ορίζει σαφώς ότι [...] ° Artikel 38 der Verfassung bestimmt (normiert) klar, dass [....
- ΟΣΑ...όσα 1. όσα-όσα: s. unter όσος, -η, -ο (Z 3) 2. όσα πάνε κι όσα έρθουν: s. unter όσος, -η, -ο (Z 4) ...
- ΟΣΟ...όσο Übersicht: 1. Bedeutungen allgemein 2. όσο και 3. όσο και να [bzw.] όσο κι αν // όσος (-η, -ο) κι αν 4. όσο δεν ... 5. όσο να [bzw.] όσο που 6....
- ΟΣΟΝΟΥΠΩ...οσονούπω [Adverb] = in Kürze 1) / bald 1) / demnächst 2) 1) [Pons online (Benutzereinträge)] // 2) [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
- ΟΣΟΣ, -η, -ο...όσος, -η, -ο 1. [allgemein]: • μια απόσταση όση απ’ την μεσόπορτα του σπιτιού τους στα χαλάσματα ° in einer Entfernung [wörtl.: eine Entfernung],...
- ΟΤΑΝ...όταν 1. Bedeutungen: a) als: • Όταν βρήκα μια φορεσιά και πλύθηκα και ντύθηκα, η γριά με κοίταξε καλά καλά. "Συνέφερες", είπε. "Για δες, μια χαρά παλικαράκι!...
Nachher:
- ΟΥΖΕΡΙ, το / ΟΥΖΑΔΙΚΟ, το...ουζερί, το / ουζάδικο, το [synonym] = das ~Ouso-Lokal ...
- ΟΥΖΟ, το...ούζο, το Zum Unterschied zwischen τσίπουρο und ούζο: Εκεί βέβαια [στα τσιπουράδικα του Τυρνάβου] αρωματίζουν το τσίπουρο με γλυκάνισο και προσομοιάζει με ούζο,...
- ΟΥΡΑΝΟΣ, ο...ουρανός, ο βαρύς ουρανός = συννεφιασμένος [Εμμ.] ...
- ΟΥΡΙ, το...ουρί, το (Plural: τα ουρί) = γυναίκα του μωαμεθανικού παραδείσου (αραβ. huri) [Ανδρ.] ...
- ΟΥΣΙΑ, η...ουσία, η 1. Grundbedeutungen: das Wesen, die Substanz; der Stoff [etc.] 2. στην ουσία ° im Grunde (genommen) / de facto / im Kern ...
- ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ...ουσιαστικά 1) praktisch / de facto:...
- ΟΥΤΕ...ούτε Übersicht: 1.1. Grundbedeutungen 1.2. Zur Verwendung von "δεν" (bzw. "μην") in Sätzen mit "ούτε" 2. Verwendung iS von "nicht" ("δεν") bzw....
- ΟΥΤΙ, το...ούτι, το (Plural: τα ούτια) [arabisches Musikinstrument] ...
- ΟΦΕΛΟΣ, το...όφελος, το • Ποιο τ’ όφελος να [...] ° Was für einen Zweck hat es, [...] zu [...] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...