ό,τι

    [Anm.: ό,τι ist zu unterscheiden von ότι !]


Übersicht:

1. [zum Worttyp]

2. [Bedeutung allgemein]

3. ό,τι κι αν [bzw.] ό,τι και να

4. ό,τι + Substantiv

5. ό,τι + Eigenschaftswort im Komparativ

6. ό,τι πρέπει

7. ό,τι (bzw. auch: ό,τι και) in hauptwörtlicher Verwendung

8. απ’ ό,τι [bzw.] από ό,τι

9. ό,τι άλλος (-η, -ο) ...  [bzw.]  ό,τι άλλοι (-ες, -α) …

10. κι ό,τι θες

11. ό,τι πεις (εσύ): s. unter λέω (Z 19)

12. Sonstiges


1. [zum Worttyp]:

grammatikalisch handelt es sich um eine αναφορική αντωνυμία (αναφορικό) [= Relativpronomen]    [s. Καρζής, S. 51, und Μαρινόπουλος: 100 γλωσσικά θέματα, S. 27 f.] 

(Das "Komma" zwischen "ό" und "τι" heißt υποδιαστολή.)


2. [Bedeutung allgemein]: alles, was … [bzw.] (das,) was … :

a) alles, was … :

• Ένιωσε ξένη, βαθύτατα ξένη προς ό,τι την περιέβαλλε.

Sie fühlte sich fremd, zu­tiefst fremd gegen­über allem, was sie umgab. 

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• σας το υπόσχομαι σε ό,τι έχω ιερό ότι [...]

ich verspreche (es) Ihnen bei allem, was mir heilig ist, dass [...]    [Eigenübersetzung]


b) "ό,τι" heißt jedenfalls nicht immer "alles, was …", sondern gegebenenfalls bloß "(das,) was …" – siehe zB.:

• Αρνιόταν ό,τι υποστήριζε η αδελφή του· για την ακρίβεια τ’ αρνιόταν όλα, [...]

Er bestritt das, was seine Schwester be­hauptete, ja, er bestritt alles; […] 

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Ό,τι λέγεται δεν μπορούμε να το γράφομε πάντα.

Was gesagt (gesprochen) wird, können wir nicht immer schreiben. [GF: Feststellung von Εμμ. Κριαράς in Zusammen­hang mit der Unterschiedlichkeit von gesprochenem und geschriebenem Griechisch] 

[Eigenübersetzung]


c) Zur zweifachen Bedeutung "das, was …" und "alles, was …" vgl. auch:

• ήταν έτοιμη να του δώσει ό,τι βαστούσε στα χέρια της, ό,τι ακόμα της ζητούσε με τα καπρίτσια του, αρκεί να της έλεγε κάτι καθαρότερα [...]

[sie] war im Begriff, ihm das zu geben, was sie in den Händen hielt, war bereit, ihm alles zu gewäh­ren, was  er durch sein merkwürdiges Verhalten angedeutet haben könnte [wörtl.: noch von ihr verlangte], wenn er ihr nur deutlicher […] das sagte [= sagen würde], worauf [wörtl.: etwas sagte] […]  

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως (Unterstreichungen nicht im Original)]


3. ό,τι κι αν [bzw.] ό,τι και να:

• [...] Ό,τι κι αν μου τάξουν, όσα χρήματα και να μου δώσουν.  ° [In dieser Stadt trete ich nie mehr wieder (als Sänger) auf.] Egal, was man mir ver­spricht, egal, wie viel Geld man mir gibt. / Was man mir auch verspricht, wie viel Geld man mir auch gibt.

• κι ένιωθε πως ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν πήγαινε, θα περνούσε ταλαιπωρίες  °  und er hatte das Gefühl [wörtl.: er spürte], er würde, egal, was er machte, egal, wohin [sc. in welches Land auch immer] er ging, auf schwere Belastungen treffen   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


4. ό,τι + Substantiv:

a) [mit Substantiv im Singular]: jede(r/s) …, der (die/das) … :

• Και, πέρα από τα βιβλία του σχολείου, τι άλλο διαβάζετε; – Ό,τι βιβλίο ή εφημερίδα ή περιοδικό πέσει στα χέρια μου.

Und was lesen Sie, außer den Schul­büchern, noch? – [Antwort:] Jedes Buch oder jede Zeitung oder Zeitschrift, das/die mir in die Hände fällt.  [Eigenübersetzung]

[Anm.: ό,τι entspricht hier also einem όποιο / όποια bzw. οποιοδήποτε / οποιαδήποτε]


b) [mit Substantiv im Plural]: alle …, die … [etc.]:

• Το κέρδιζε [το φαγητό της] μες στο σπίτι του Χριστόφορου κάνοντας ό,τι δουλειές τής έδιναν, [...]

Sie verdiente ihr Essen im Haus des Christó­phoros, indem sie alle Arbeiten ver­richtete, die man ihr auf­trug, […]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• καταπολεμάμε την πυρκαγιά με ό,τι μέσα διαθέτουμε, πυροσβεστήρες κ.λπ.

wir bekämpfen [bis zum Eintreffen der Feuerwehr] den Brand mit allen Mitteln, die wir zur Verfügung haben, Feuerlöscher usw.   [Eigenübersetzung]

• σημειώνετε ό,τι λέξεις δεν καταλαβαίνετε

notiert (all) die Wörter (alle Wörter), die ihr nicht ver­steht [Aufforderung des Lehrers an seine Schülerin­nen]   [Eigenübersetzung]

• έπαιρναν ό,τι τρόφιμα κι αγαθά μπορούσαν να πάρουν

sie nahmen Lebensmittel und so viel Besitz und Habe mit [*], wie sie schleppen konn­ten   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

*[Anm.: korrekt wäre: sie nahmen so viel Lebensmittel und (so viel) Besitz und Habe mit]


5. ό,τι + Eigenschaftswort im Komparativ:

ό,τι καλύτερο / ωραιότερο / εκλεκτότερο  °  αυτό το οποίο είναι το πιο καλό, ωραίο και εκλεκτό  [ΛΚΝ] – π.χ.:

• Η περιοχή γύρω απ’ το Πολυτεχνείο και την οδό Σόλωνος ήταν ό,τι καλύτερο είχε βρει στην Ελλάδα, κι ό,τι πιο κοντινό στη ζωή που είχε ζήσει.  °  Die Gegend [in Athen] um das Polytechnikum und die Sólonosstraße waren das Beste, was er in Griechenland angetroffen hatte, und dem Leben, das er hinter sich hatte [zB. mit Aufenthalten in Zürich und in russischen Städten], am nächsten.   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Τα "προβάδικα" είναι ό,τι καλύτερο γι’ αυτά τα μικρά γκρουπ – έχουν τον ηχολήπτη τους, τα σωστά τους μηχανήματα, σε τιμές προσιτές.  °  Die "προβάδικα" [= kleine billige Probenräume] sind genau das Richtige (sind ideal) für diese kleinen [Musik-]Grup­pen – sie haben ihren Tonmeister, ihre richtigen Geräte, zu er­schwinglichen Preisen.  [Eigen­übersetzung]

• "Είσαι ό,τι καλύτερο έχω μες στη ζωή μου."  [Φωτεινή Δούρου: τραγούδι "Είσαι ό,τι έχω"]

• Aυτό το βιβλίο είναι ό,τι πιο τελευταίο έχει γραφτεί γι’ αυτό το θέμα.  [ΛΚΝ] 


6. ό,τι πρέπει  °  genau das Richtige / genau richtig / ideal:

• φαίνεται να είναι ό,τι πρέπει για μένα

es [sc. dieses Lehrbuch] scheint genau das Richtige (scheint ideal) für mich zu sein [denn es verlangt keine Vorkennt­nisse]  [Eigenübersetzung]

• Ό,τι έπρεπε για τη λήξη του καβγά.

Genau das Richtige [war es] für ein Ende des Streits (= um den Streit zu beenden). [sc.: das Servieren des duftenden Essens]

[Eigenübersetzung]

• Πεθύμησα ένα δωμάτιο. [...] Να στεγνώσω τα μαλλιά μου, να βγάλω τα βρεγμένα. Ένα κρεβάτι θα ήταν ό,τι πρέπει.

Ich wünschte mir [durchnässt vom Regen und mit ge­schwol­lenen Füßen] ein Zimmer. […] Um mir die Haare zu trocknen, die nassen Sachen auszuziehen. Ein Bett wäre genau das Richtige. 

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• Την είπε "νυφίτσα", ό,τι έπρεπε. Μα [...].

"Schwiegertöchterlein" [so nannte sie (= eine Frau) ihre (mir gegenüber bösartige und ungerechte) Schwiegertochter], nun gut, das war genau richtig*, aber […].

*[dazu folgende Fußnote in der DF: Wortspiel von "nyfi" = Schwiegertochter und der Diminutivform "nyfítsa", was Wie­sel, Nagetier bedeutet.]

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως // Anm.: Die Worte "νυφίτσα" und "Schwiegertöchter­lein" stehen in den Buchtexten nicht unter Anführungszeichen, sondern in Kur­sivdruck.]


7. ό,τι (bzw. auch: ό,τι και) in hauptwörtlicher Verwendung  °  das Gleiche wie ... :

• Τη ρώτησα τι ήθελε να πιει. "Ό,τι κι εσύ", είπε η Άννα.

Ich fragte sie, was sie trinken möchte. "Das Gleiche wie du", sagte Anna.

• Να μου παραγγείλεις ό,τι παραγγείλεις για σένα.

[Anm.: ό,τι παραγγείλεις – also Stamm II !]

Bestell für mich [in der Küche der Taver­ne] das Gleiche, was du für dich bestellst (= das Gleiche wie für dich).

• Μας έδωσε ό,τι και στους άλλους.

Er gab uns das Gleiche wie den Anderen.

• Κάνω ό,τι η μάνα μου κι η αδερφή μου.

Ich mache das Gleiche* wie meine Mutter und meine Schwester.  *[Schreibweise im Buch: das gleiche]

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Για μένα ο Στέλιος ήταν ό,τι το αλκοόλ για τη μητέρα μου: ένα ναρκωτικό χωρίς το οποίο δεν μπορούσα να ζήσω.

Für mich war Stelios [= mein Verlobter] das Gleiche wie der Alkohol für meine Mutter: eine Droge, ohne die ich nicht leben konnte.

• Το επίρρημα "μόλις" μπορεί να σημαίνει ό,τι και οι φράσεις "λίγο πριν", "τώρα δα".

Das Adverb "μόλις" kann [neben anderen Bedeu­tun­gen] das Gleiche bedeuten wie die Ausdrücke "λίγο πριν", "τώρα δα".


8. απ’ ό,τι [bzw.] από ό,τι:  

a) als [Vergleichspartikel nach dem Komparativ]:

• Η πρόβα πήγε πολύ καλύτερα απ’ ό,τι την τελευταία φορά.  °  Die Probe [unseres Chors] klappte [diesmal] viel besser als letztes Mal.

• Ο Γιώργος μοιάζει περισσότερο στον πατέρα του απ’ ό,τι ο Αντώνης.  °  Jorgos ähnelt mehr seinem Vater als [sein Bruder] Andonis [dies tut].

       b) απ’ ό,τι ξέρω  °  soweit ich weiß


9. ό,τι άλλος (-η, -ο) ...  [bzw.]  ό,τι άλλοι (-ες, -α) … :

• Οι καρέκλες και τα σκαμνιά κι ό,τι άλλο "σκληρό" αντικείμενο απαγορεύεται.  °  Stühle, Hocker und sonstige "harte" Gegenstände waren [wörtl.: sind] [bei dieser Form der Psychotherapie] verboten. [deshalb saßen alle Teilnehmer auf Kissen am Boden]   [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ // Anm.: απαγορεύεται (Singular!)]

• Του έδιναν [...] κι ό,τι άλλα μικροαντικείμενα κρυφής ή εμφανούς αξίας διέθεταν.  °  Sie boten ihm […(Aufzählung verschiedener Objekte)] und was sie sonst an Klein­kram von verborgenem oder erkennbarem Wert besaßen.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


10. κι ό,τι θες:

• Γύρισε και με είπε ... Βούλγαρο, Σέρβο κι ό,τι θες.  °  Der sah mich [= einen Maze­do­ni­er] an und sagte [in beleidigender Absicht] Bulgare zu mir, Serbe, ich weiß nicht mehr, was noch alles.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως / drei Punkte im Original]


11. ό,τι πεις (εσύ): s. unter λέω (Z 19)


12. Sonstiges:

• Έκανε ό,τι έκανε, όλο εκείνες θυμόταν!  °  Er konnte machen, was er wollte, dauernd musste er an sie denken! [sc. an die beiden Frauen, die ihn bestohlen hatten]   

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΞΗΜΕΡΩΜΑ, το [bzw.] ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ, τα...ξημέρωμα, το [bzw.] ξημερώματα, τα • κάποιο ξημέρωμα ° eines frühen Morgens [griff er zum Telefon und rief sie an] [GF+DF aus: Σκούρτης:...
  • ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ...ξημερώνει • μισούσε το φως της μέρας που ξημέρωνε ° sie hasste das Licht des anbrechenden Tages [GF+DF aus: Κουμανταρέας:...
  • ΞΗΡΟΣ, -ή/-ά, -ό...ξηρός, -ή/-ά, -ό οι ξηροί καρποί: dazu zählen: τα φιστίκια, τα καρύδια, τα φουντούκια, τα αμύγδαλα, ο πασατέμπος,...
  • ΞΙΝΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξινισμένος, -η, -ο • [...], απάντησε ο αδερφός, ξινισμένος. ° [...], versetzte [erwiderte] der Bruder pikiert. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
  • ΞΟΡΚΙ, το...ξόρκι, το • ένα ξόρκι εναντίον της μοναξιάς ° eine Beschwörungsformel gegen die Einsamkeit [GF+DF aus:...
  • ΞΟΡΚΙΖΩ...ξορκίζω s. εξορκίζω ...
  • ΞΥΛΟ, το...ξύλο, το 1. Grundbedeutung: das Holz 2. το τίμιο ξύλο: a) ein Stück Holz aus dem Kreuz Christi, das als Amulett gilt [Eideneier, Bd. 3, S. 194]:...
  • ΞΥΠΝΩ...ξυπνώ (-άς) 1) [transitiv]: wecken, aufwecken 2) [intransitiv]: aufwachen 3) [intransitiv]: aufstehen: • Πρέπει να ξυπνήσω νωρίς το πρωί....
  • ΞΥΡΑΦΙ, το...ξυράφι, το "... γιατί κρατάμε στο ξυράφι ισορροπία": vgl. dazu Νατσ., σ. 198 ("Επί ξυρού ακμής") ...
  • ΞΥΣΤΑ...ξυστά • έφτασαν στο προαύλιο, πέρασαν ξυστά απ’ τους τοίχους, ανέβηκαν τις σκάλες, [...] ° sie [die Männer] kamen in den Schulhof,...
Nachher:
  • ΟΔΗΓΟΣ, ο...οδηγός, ο • Η Γιούλιε χρησιμοποιούσε τη δική της γλώσσα, αλλά με οδηγό μερικές λέξεις [...] μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε....
  • ΟΘΝΕΙΟΣ, -α, -ο...οθνείος, -α, -ο = fremd(ländisch) [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΟΙΚΟΔΟΜΗ, η...οικοδομή,...
  • ΟΛΙΓΟΙΣ...ολίγοις εν ολίγοις: s. unter εν ...
  • ΟΛΟ...όλο [Adverb] Übersicht: 1. όλο + Verb [bzw.] όλο και + Verb 2. όλο + Substantiv 3. όλο και + Adjektiv oder Adverb im Komparativ 4.1. όλο και κάποιος (-α, -ο) 4....
  • ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ, το...ολοκαύτωμα, το Ολοκαύτωμα σημαίνει θυσία. Η θυσία είναι αρχαιότατη συνήθεια [...] [...] Τα ζώα σφάζονταν πάνω στον βωμό και τα σπλάχνα τους καίονταν,...
  • ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ, -η, -ο...ολόκληρος, -η, -ο • Υπολόγιζε πως θα έπαιρνε μέρες ολόκληρες. ° Er schätzte,...
  • ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...ολοκληρωτικός, -ή,...
  • ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΣ, -η, -ο...ολομόναχος, -η, -ο = mutterseelenallein [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...