μαγικός, -ή, -ό
1. [allgemein]:
• Να ήταν μαγικό το κάστανο και της εμφύσησε την απάντηση με τρόπο ανάλογο; ° Ging von der Marone Zauberkraft aus, gab sie Klitia [die sie in der Hand hielt und betrachtete] die richtige Antwort [auf die Rechenaufgabe] ein? [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• μ’ έναν μαγικό τρόπο ° auf geheimnisvolle Weise [funktionieren die Beine der übermüdeten, seit Stunden marschierenden Soldaten immer noch] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
2. μαγική εικόνα: σκίτσο μέσα στο οποίο υπάρχει ένα δεύτερο, το οποίο πρέπει να ανακαλύψουμε [ΛΚΝ] – π.χ.:
• Έβγαλα από τον τοίχο τη σελίδα με το έψιλον κεφαλαίο γραμμένο στη μηχανή, και την ακούμπησα στο τραπέζι. [...] Παρατήρησα αρκετή ώρα το έψιλον, προσπαθώντας να διακρίνω μια άλλη μορφή μέσα από τη δική του. Το κοίταξα όπως κοίταζα παιδί τις μαγικές εικόνες, αλλά δεν ανακάλυψα τίποτε. [Β. Αλεξάκης: Η μητρική γλώσσα]
• "Χάνεσαι σαν μπόρα περαστική, σαν εικόνα μαγική." [Ρόνη Σοφού: τραγούδι "Επιφυλακή"]
Weitere Wörter:
- ΛΥΓΙΖΩ...λυγίζω • Πικράθηκα, αλλά δε λύγισα. ° Ich habe viele Enttäuschungen erlebt, aber ich habe mich nicht gebeugt. [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus:...
- ΛΥΚΕΙΟ, το...λύκειο, το • Η Λία έπιασε φιλία μ’ έναν μεγαλύτερο από την δευτέρα λυκείου [...]....
- ΛΥΝΩ...λύνω 1. λύνει και δένει: Τη φράση τη μεταχειριζόμαστε μεταφορικά, για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ότι έχει μεγάλη δύναμη (εξουσία),...
- ΛΥΠΗΣΗ, η...λύπηση, η = ~ der Kummer / das Mitleid / das Bedauern [etc.] zB.: • κουνώντας το κεφάλι με λύπηση ...
- ΛΥΣΣΑ, η...λύσσα, η • η λύσσα ° die rasende Wut [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • Όσοι αποτυγχάνουν παταγωδώς, αρνούνται με λύσσα τις οφειλές τους. ° Alle,...
- ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λυσσασμένος, -η, -ο • Ωστόσο, οι πιο λυσσασμένοι οχτροί μας στάθηκαν οι Τούρκοι λιποτάχτες. ° Doch unsere erbittertsten Feinde waren die türkischen Deserteure....
- ΛΥΤΟΣ, -ή, -ό...λυτός, -ή, -ό • Όσο είναι μέσα στο αμπρί τα μάτια τους είναι λυτά. ° Solange sie [= die Kriegsgefangenen] im Unterstand sind, sind ihre Augen nicht verbunden....
- ΜΑ...μα 1. Grundbedeutung: aber 2. μα + Wiederholung des vorangegangenen Wortes: • κι εσύ είχες έναν πονοκέφαλο … μα έναν πονοκέφαλο, που σου ’πεφτε ό,...
- ΜΑΓΕΙΡΕΥΤΑ, τα...μαγειρευτά, τα = Gekochtes aus Topf oder Backofen [lt. abgebildeter Speisekarte z.B. ντολμαδάκια, φασολάκια, μουσακάς, παστίτσιο, στιφάδο,...
- ΜΑΓΕΡΙΚΟ, το...μαγέρικο, το = die Garküche [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] vgl. die Beschreibung eines μαγέρικο (in Γιάννενα) durch Β. Αλεξάκης im Buch: Η μητρική γλώσσα, S....
- ΜΑΓΙΣΣΑ, η...μάγισσα, η • Αλλά, εκεί κάπου πριν από τα Χριστούγεννα [του 1975], καθώς αναμενόταν η κάθοδος της Μαρίας [από τα Γιάννενα] στην Αθήνα για τις γιορτές,...
- ΜΑΓΚΑΣ, ο...μάγκας, ο • Είμαι αξιοθαύμαστος. Μου βγάζω το καπέλο. Ρομπ, παιδί μου, είσαι μάγκας. ° I've got to admire myself, really....
- ΜΑΓΚΙΩΡΟΣ, ο [bzw.] ΜΑΓΚΙΟΡΟΣ, ο...μαγκιώρος, ο [bzw.] μαγκιόρος, ο Η λέξη είναι ιταλική και παράγεται από το "ματζόρε" (maggiore) που θα πει μεγαλύτερος, ανώτερος....
- ΜΑΔΙΑΜ (η)...Μαδιάμ (η) τα έκανε γης Μαδιάμ: zur Herkunft s. Νατσ., σ. 484 ...
- ΜΑΖΙ...μαζί 1. Grundbedeutungen: a) zusammen [etc.]: • Πάμε να φάμε μαζί; ° Gehen wir [heute Abend] zusammen (miteinander) essen?...
- ΜΑΖΩ...μάζω (Stamm II: να μάσω / Aorist: έμασα [Quelle: ΛΔΤΚ])* *[Anm.: Vgl. auch ΛΚΝ und ΛΜΠ:...
- ΜΑΘΑΙΝΩ...μαθαίνω 1. Grundbedeutungen: a) lernen b) erfahren c) beibringen d) sich gewöhnen 2. σε (τον / την ...) έμαθα:...
- ΜΑΘΕΣ...μαθές Συμπληρωματικό μόριο χωρίς κανένα συγκεκριμένο νόημα πια. Μπορεί να παραλείπεται, το νόημα δεν αλλάζει. Χρησιμοποιείται συνήθως σε ερωτηματικές προτάσεις....
- ΜΑΘΕΥΟΜΑΙ...μαθεύομαι = sich herumsprechen / bekannt werden [ein Umstand oder ein Ereignis] ...