μακάρι
1) [bezogen auf einen noch realisierbaren Wunsch]:
• Μακάρι τώρα να βάλει μυαλό. ° Hoffentlich wird er jetzt [durch seine bevorstehende Heirat] vernünftig.
2) [bezogen auf einen (zumindest derzeit) nicht bzw. auf einen nicht mehr realisierbaren Wunsch]:
• Μακάρι να ήξερα να παίζω πιάνο! ° Könnte ich doch nur Klavier spielen! / Wenn ich doch nur Klavier spielen könnte! [Pons online]
• Μακάρι να είχα ξαναπάει σε κηδεία. ° I wish I'd been to a funeral before. [bzw.] Ich wünschte [= ich würde mir wünschen], ich wäre schon mal auf einer Beerdigung gewesen. [sodass jene, zu der ich jetzt gehen werde, nicht die erste wäre] [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΜΑΓΚΑΣ, ο...μάγκας, ο • Είμαι αξιοθαύμαστος. Μου βγάζω το καπέλο. Ρομπ, παιδί μου, είσαι μάγκας. ° I've got to admire myself, really....
- ΜΑΓΚΙΩΡΟΣ, ο [bzw.] ΜΑΓΚΙΟΡΟΣ, ο...μαγκιώρος, ο [bzw.] μαγκιόρος, ο Η λέξη είναι ιταλική και παράγεται από το "ματζόρε" (maggiore) που θα πει μεγαλύτερος, ανώτερος....
- ΜΑΔΙΑΜ (η)...Μαδιάμ (η) τα έκανε γης Μαδιάμ: zur Herkunft s. Νατσ., σ. 484 ...
- ΜΑΖΙ...μαζί 1. Grundbedeutungen: a) zusammen [etc.]: • Πάμε να φάμε μαζί; ° Gehen wir [heute Abend] zusammen (miteinander) essen?...
- ΜΑΖΩ...μάζω (Stamm II: να μάσω / Aorist: έμασα [Quelle: ΛΔΤΚ])* *[Anm.: Vgl. auch ΛΚΝ und ΛΜΠ:...
- ΜΑΘΑΙΝΩ...μαθαίνω 1. Grundbedeutungen: a) lernen b) erfahren c) beibringen d) sich gewöhnen 2. σε (τον / την ...) έμαθα:...
- ΜΑΘΕΣ...μαθές Συμπληρωματικό μόριο χωρίς κανένα συγκεκριμένο νόημα πια. Μπορεί να παραλείπεται, το νόημα δεν αλλάζει. Χρησιμοποιείται συνήθως σε ερωτηματικές προτάσεις....
- ΜΑΘΕΥΟΜΑΙ...μαθεύομαι = sich herumsprechen / bekannt werden [ein Umstand oder ein Ereignis] ...
- ΜΑΘΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μαθημένος, -η, -ο μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια: idiomatische Wendung ("συνηθίσαμε πια") [s. "Η γλώσσα των ιδιωτισμών και των εκφράσεων", S. 67] zB.:...
- ΜΑΙΡΑΚΙ (το)...Μαιράκι (το) • Μαιράκι, όταν μου ζήτησες να γράψω το βιογραφικό σου, συνειδητοποίησα ότι ήταν αδύνατο να εκφράσω όσα σκέφτομαι για σένα....
Nachher:
- ΜΑΚΑΡΙΖΩ...μακαρίζω • [...] τι κρύβεται πίσω απ’ το πέπλο του μέλλοντος, για το οποίο η λαίδη Χάμιλτον συνήθιζε να λέει "μηδένα προ του τέλους μακάριζε". ° […],...
- ΜΑΚΟ, το [bzw.] ΜΑΚΟ [Adjektiv]...μακό, το [bzw.] μακό [Adjektiv] 1. Definition: ΛΚΝ (μακό, το) ΛΜΠ (μακό, το) A) α) είδος πλεχτού βαμβακερού υφάσματος – π.χ.:...
- ΜΑΚΡΙΑ...μακριά • Κοιτούσαν μακριά με ανήσυχο βλέμμα. ° Mit unruhigem Blick sahen sie [= diese im Kaffeehaus sitzenden Personen] in die Ferne. [GF+DF aus:...
- ΜΑΚΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...μακρινός, -ή, -ό • το ξέρεις από το μακρινό βράδυ που εξέταζες τα φύλλα του κισσού ° du weißt es seit dem lange zurückliegenden Abend,...
- ΜΑΚΡΟΣΤΕΝΟΣ, -η, -ο...μακρόστενος, -η, -ο • κι από την άλλη πλευρά της ταράτσας μια μακρόστενη κουζίνα-πλυσταριό ° und auf der anderen Seite der Terrasse ein schmaler, langer Raum,...
- ΜΑΚΡΟΣΥΡΤΟΣ, -η, -ο...μακρόσυρτος, -η, -ο • μακρόσυρτα φωνήεντα, όπως ναίαιαι και όοοοχι ° langgezogene Vokale wie jaaa und neiiin [die Art,...
- ΜΑΚΡΥΣ, -ιά, -ύ...μακρύς, -ιά, -ύ 1. Grundbedeutung: lang [zeitlich, räumlich] 2. το μακρύ του – το κοντό του:...
- ΜΑΛΑ...μάλα [Adverb] τα μάλα ° σε μεγάλο βαθμό / πάρα πολύ [ΛΜΠ] – π.χ.: • ευχαριστώ τα μάλα [ΛΜΠ] • [...] ο αδελφός μου τα προηγούμενα χρόνια είχε υποφέρει τα μάλα....
- ΜΑΛΙΣΤΑ...μάλιστα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. überdies / zudem / noch dazu [wo …] / zumal / gar / besonders [etc.] 3....