μεγαλοδείχνω


• Σ’ εμάς μικροδείχνεις, σ’ αυτούς μεγαλοδείχνεις – πόσο είσαι;  °  Uns kommst du jünger vor, diesen [Leuten] hier erscheinst du älter – wie alt bist du eigentlich?  [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΑΡΣΑΡΩ...μαρσάρω = to rev up [Mackridge, S. 315] [rev up the engine = den Motor auf Touren bringen] ...
  • ΜΑΣΩ (Ι) (= μασώ)...μασώ (-άς) 1. Grundbedeutung: kauen 2. μασώ τα λόγια μου: s. unter λόγια, τα (Z 4) ...
  • ΜΑΣΩ (ΙΙ) (= μάσω) (θα, να, ...)...μάσω (θα, να, ...) s. μάζω ...
  • ΜΑΤΑΙΟΣ, -α/-η, -ο...μάταιος, -α/-η, -ο • Μάταιο να επιμένουμε· [...] ° Es wäre sinnlos, weiter darauf zu beharren; […] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΜΑΤΑΙΩΝΩ...ματαιώνω 1) vereiteln 2) absagen ...
  • ΜΑΤΙ, το...μάτι, το Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. von der Grundbedeutung abgeleitete Spezialbedeutungen 3. παίρνω τα μάτια μου 4. τα μάτια σου δεκατέσσερα 5....
  • ΜΑΥΡΟΣ, -η, -ο...μαύρος, -η, -ο 1. [allgemein]: • οι μαύρες κι άθλιες ώρες ° die [infolge unangenehmer Ereignisse] finsteren, elenden Stunden [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΜΑΧΗ, η...μάχη, η 1. Grundbedeutungen: - die Schlacht - der Kampf 2. δίνω μάχη: • έδιναν μάχη να κρατηθούν στη ζωή * [bzw....
  • ΜΕ...με [Präposition] [Anm.: Die Präposition "με" ist zu unterscheiden vom gleichlautenden Personalprono­men (= "mich").] 1. Grundbedeutungen: a) mit b) bis:...
  • ΜΕΓΑΛΕΙΟ, το...μεγαλείο, το σε όλο μου (σου, ...) το μεγαλείο: • Η Λάουρα σε όλο της το μεγαλείο. ° Laura, wie sie leibt und lebt....
Nachher:
  • ΜΕΓΑΛΟΣ, -η, -ο...μεγάλος, -η, -ο μεγάλε! [επιφώνημα]: έκφραση θαυμασμού, αποδοχής και ένδειξης σεβασμού [ΑΓΝ, σ....
  • ΜΕΓΑΣ (μεγάλη, μέγα)...μέγας (μεγάλη, μέγα) μέγας και πολύς: Συνηθισμένη φράση για έναν άνθρωπο, που έγινε δυνατός, ισχυρός, παράγοντας, που "λύνει και δένει". [Νατσ., σ....
  • ΜΕΘΟΔΕΥΩ...μεθοδεύω • Ποιανού μυαλό τις είχε επινοήσει και μεθοδεύσει έτσι – και για ποιο λόγο; ° Wer hatte sich so etwas ausgedacht [wörtl.: … sie sich ausgedacht (sc....
  • ΜΕΙΖΟΝ...μείζον s. μείζων, -ων, -ον ...
  • ΜΕΙΖΩΝ, -ων, -ον...μείζων, -ων, -ον Bedeutungen (samt Beispielen): 1. a) μεγαλύτερος [ΛΚΝ / ΛΜΠ] b) (λογ....
  • ΜΕΛΑΜΨΟΣ, -ή, -ό...μελαμψός, -ή, -ό (bzw. μελαψός, -ή, -ό) • ένας μελαψός άντρας ° ein dunkelhäutiger Mann [GF+DF aus:...
  • ΜΕΛΑΝΟΣ, -ή, -ό...μελανός, -ή, -ό • τα μελανά σύννεφα ° die blauschwarzen [Gewitter-]Wolken [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
  • ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...μελαχρινός, -ή, -ό (auch: μελαχροινός, -ή, -ό *) *[Anm.: Schreibweise bei ΛΜΠ und ΛΚΝ nicht verzeichnet] 1) [iS von]: dunkler Teint / dunkle Hautfarbe [etc.]:...
  • ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ, -ή, -ό...μελαχροινός, -ή, -ό s. μελαχρινός, -ή, -ό ...