μένω
Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. [Spezialbedeutung]: sein [bzw.] werden 3. [Spezialbedeutung]: daliegen [bzw.] dasitzen [bzw.] dastehen [bzw. sonstige Ausdrücke des Verharrens, Sich-nicht-Bewegens, Stillstands, Mangels etc.]: a) μένω κατάπληκτος (έκπληκτος / άφωνος / αποσβολωμένος [etc.]) b) μένω με ανοιχτό (το) στόμα [bzw.] μένω με το στόμα ανοιχτό c) μένω ακίνητος (-η, -ο) d) μένω in Kombination mit sonstigen Adjektiven e) μένω να κοιτάζω [bzw.] μένω κοιτάζοντας f) μένω alleinstehend [bzw.] μένω έτσι [bzw.] μένω με 4. έχω μείνει [κάπου] [Verweis auf die Situation vor einer Unterbrechung] 5. μένει να γίνει 6. μένω στον τόπο: s. unter τόπος, ο (Z 4) |
1. Grundbedeutungen:
a) bleiben [bzw. Umschreibungen]:
• Στο τραπέζι είχαν μείνει δυο μικρά πιάτα με αγγούρι και ελιές. ° Auf dem Tisch standen noch zwei kleine Teller mit Gurke und Oliven. [davon abgesehen waren die Speisen aufgegessen bzw. das Geschirr abgeräumt] [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
• [...]· και τώρα ήλθε να μείνει [το ίνδαλμα] μες στην ποίησιν αυτή. ° […]; jetzt kam sie [die Vorstellung {vom Erlebten}], um zu bleiben in diesem Gedicht. [GF+DF aus: Καβάφης: Um zu bleiben] [bzw.] [...]; und nun erschien [das Bild], um hier in dieser Dichtung seinen Platz zu finden. [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka]
b) wohnen:
• Ο άνδρας που έμενε από πάνω μας πέθανε. ° Der Mann, der [im Stockwerk] über uns wohnte, ist gestorben.
2. [Spezialbedeutung]: sein [bzw.] werden:
• Είχε μείνει στην κυριολεξία άφωνη. |
Sie war [vor Verblüffung] im wahrsten Sinne des Wortes sprachlos. [DF+GF aus: Friedrich: Currywurst] |
• Η Κάρμεν έχει μείνει άναυδη. Δεν μπορεί να το πιστέψει. |
Carmen ist sprachlos. Sie kann es nicht glauben [was sie da gerade von ihrer Freundin hört]. / Carmen staunt. Nicht zu fassen.* [DF (*) + GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Έμεινα αποσβολωμένη για μερικά δευτερόλεπτα. |
Ein paar Augenblicke lang war ich [weibl.] völlig perplex [über seine Ahnungslosigkeit]. [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• Πολύ απογοητευμένοι μείναμε από την σκηνοθεσία. |
Sehr enttäuscht waren wir von der Inszenierung (Regie) [dieser Opernaufführung]. |
• Μείνατε ικανοποιημένος από την Άννα; |
Waren Sie [= Regisseur] mit Anna [sc. ihrer schauspielerischen Leistung in dem von Ihnen gedrehten Film] zufrieden? |
• Έμεινα για λίγο αναίσθητος. |
Ich [männl.] war kurz bewusstlos. |
• η Μαρία έμεινε έγκυος |
Maria wurde schwanger |
• Το παιδί έμεινε ορφανό σε ηλικία 9 ετών. |
Das Kind wurde im Alter von 9 Jahren Waise. |
• χιλιάδες άνθρωποι έχουν μείνει άστεγοι |
tausende Menschen sind [durch das Erdbeben] obdachlos geworden |
3. [Spezialbedeutung]:
daliegen [bzw.] dasitzen [bzw.] dastehen [bzw. sonstige Ausdrücke des Verharrens, Sich-nicht-Bewegens, Stillstands, Mangels etc.]:
a) μένω κατάπληκτος (έκπληκτος / άφωνος / αποσβολωμένος [etc.]):
• Μόλις μ’ αντίκρισε φορτωμένο μ’ όλα κείνα τα καλά έμεινε κατάπληκτος. |
Als ich [männl.] ihm gegenüberstand [wörtl.: Als er mich sah/erblickte], beladen mit all den guten Sachen [sc. Lebensmitteln], verschlug es ihm die Sprache. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• [...], έμεινε έκπληκτος κι άφωνος. |
[...], verschlug es ihm erst mal vor Überraschung die Sprache. [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• Ο νεαρός ρασοφόρος έμεινε αποσβολωμένος, [...] |
Der junge Soutanenträger [= Umschreibung für παπάς ° Priester] war [vor Verblüffung, Überraschung etc.] wie vom Blitz getroffen, […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
vgl. auch oben die Übersetzungen mit "sein" (zB.: έχω μείνει άφωνος / άναυδος ° ich bin sprachlos // έμεινα αποσβολωμένος ° ich war völlig perplex)
b) μένω με ανοιχτό (το) στόμα [bzw.] μένω με το στόμα ανοιχτό:
• θα μείνεις μ’ ανοιχτό το στόμα |
mit [vor Erstaunen] offenem Mund wirst du dastehen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Εμείς είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό. |
Wir saßen mit [vor Erstaunen] offenem Mund da. [GF+DF aus: Βαμμ.] |
• Έμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα. |
Mir blieb [vor Erstaunen etc.] der Mund offenstehen. [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο] |
• Ο Κρις την κοιτούσε κι έμεινε μ’ ανοιχτό στόμα, όταν απομακρυνόταν σαν οπτασία. [Anm.: vgl. die zweite griechische Übersetzung desselben deutschen Satzes: Ο Κρις έμεινε να κοιτάζει την Τζένη με ανοιχτό το στόμα, καθώς εκείνη προχώρησε κατά μήκος του διαδρόμου.] |
Chris starrte Jenny mit offenem Mund nach, als sie [nachdem sie kurz mit ihm geredet hatte] den Gang entlangschwebte. |
• Έμεινα ακίνητος, με την καραβάνα στο χέρι, [...] |
Ich stand regungslos da, mit dem Kochgeschirr in der Hand, […] [GF+DF aus: Βαμμ.] |
• Κάθεται πάλι στην καρέκλα και μένει ακίνητη. |
Sie setzt sich wieder auf den Stuhl und verharrt regungslos. [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο] |
• Η γάτα έμεινε ακίνητη. |
Die Katze rührte sich nicht. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
d) μένω in Kombination mit sonstigen Adjektiven:
• Τη στιγμή που μείναμε αγκαλιασμένες και ακίνητες στη μέση του δωματίου, ένιωσα ότι [...] |
In dem Augenblick, als wir [= zwei Frauen] da so umschlungen und regungslos mitten im Zimmer standen, fühlte ich, dass [...] [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• Ο Βίλχελμ αναστέναξε ελαφρά, έμεινε για λίγο συλλογισμένος και ύστερα ετοιμάστηκε βιαστικά για να βγει. |
Wilhelm seufzte leicht, sann eine Weile nach, dann machte er sich eilig zum Gehen fertig. [DF+GF aus: Schnitzler: Spiel] |
• Ο Μάρκος έμεινε αμίλητος και την κοιτούσε. |
Markos blickte sie [= seine Schwester] sprachlos an. [iS von: er sagte nichts und blickte sie (nur) an] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Έμειναν για μια στιγμή αμίλητοι. [bzw.] Έμειναν για λίγο αμίλητοι. |
Sie [die beiden Gesprächspartner] schwiegen einen Augenblick lang. [bzw.] Sie [die beiden Gesprächspartner] schwiegen eine Weile. [GF+DF jeweils aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Έμειναν σιωπηλοί για μερικά δευτερόλεπτα. |
Sie [die beiden Gesprächspartner] schwiegen ein paar Sekunden lang. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Για λίγο έμεινε διστακτικός αλλά μετά άρχισε να εξετάζει προσεχτικά τα τοιχώματα. |
Für kurze Zeit blieb er unschlüssig [am Ende des Korridors] stehen, [aber] dann begann er vorsichtig das Mauerwerk zu untersuchen. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] |
• Η κοπέλα τον κοίταξε [...] κι έμεινε δισταχτική στο κατώφλι. |
Die junge Frau schaute ihn an […] und blieb zögernd auf der Schwelle stehen. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
e) μένω να κοιτάζω [bzw.] μένω κοιτάζοντας:
• Ο Ντελόπουλος μένει να με κοιτάζει. |
Delopoulos starrt mich an. [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο] |
• Συγκέντρωσα όλο μου το θάρρος και έριξα μια ματιά στον Κρις. Όμως εκείνος είχε μείνει να κοιτάζει σαν παγωμένος προς το μέρος του Κούντζε, όπως και οι άλλοι. [Anm.: vgl. die zweite griechische Übersetzung desselben zweiten deutschen Satzes: Εκείνος όμως κοιτούσε σαν μαρμαρωμένος τον Κούντσε – όπως δηλαδή και οι υπόλοιποι.] |
Ich nahm all meinen Mut zusammen und sah zu [meinem Mitschüler] Chris. Doch der starrte nur wie eingefroren in Richtung Kunze [= unserem Lehrer], so wie die anderen [Klassenkollegen] auch. |
• Ο Κρις έμεινε να κοιτάζει την Τζένη με ανοιχτό το στόμα, καθώς εκείνη προχώρησε κατά μήκος του διαδρόμου. [Anm.: vgl. die zweite griechische Übersetzung desselben deutschen Satzes: Ο Κρις την κοιτούσε κι έμεινε μ’ ανοιχτό στόμα, όταν απομακρυνόταν σαν οπτασία.] |
Chris starrte Jenny mit offenem Mund nach, als sie [nachdem sie kurz mit ihm geredet hatte] den Gang entlangschwebte. |
• Ο Βάσος έμεινε να τον κοιτά αποσβολωμένος. |
Vassos sah ihn verdutzt an. [GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών] |
• Ο πατέρας μου έμεινε ώρα να κοιτάζει την εγγραφή. |
Mein Vater sah sich diesen [GF: den] Eintrag [im Personenstandsregister] lange an. [DF+GF aus: Menasse: Vienna] |
• Έμεινα να κοιτάζω για ώρα το ακουστικό, αφού είχα κλείσει το τηλέφωνο. [Anm.: vgl. die zweite griechische Übersetzung desselben deutschen Satzes: Αφού έκλεισα το τηλέφωνο, το κοιτούσα ακόμη για ώρα.] |
Ich sah den [Telefon-]Hörer noch eine ganze Weile an, nachdem ich ihn aufgelegt hatte. |
• Έμεινα να κοιτάζω τον καθηγητή μας της μουσικής σαστισμένος. [bzw. (zweite Übersetzung)] • Είχα μείνει και κοιτούσα το μουσικό μας που έφευγε. |
Ich [männl.] sah meinem Musiklehrer [der sich entfernte, nachdem er mich getadelt hatte] fassungslos nach. |
• Ο Βλάσης δεν άκουγε, δεν μίλαγε. Έμενε κοιτάζοντάς την σα να ’ταν μια γυναίκα ξένη που είχε σκύψει επάνω του. |
Vlassis [krank im Bett liegend] hörte nicht, sprach nicht. Er sah sie [= seine Frau] nur an, als wäre sie eine fremde Frau, die sich über ihn gebeugt hatte. [GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών] |
• Η Μπέμπα δεν σάλευε· έμενε κοιτάζοντας στον αντικρινό τοίχο ένα κάντρο ... |
Beba rührte sich nicht; sie lag da [im Bett des Spitalszimmers] und starrte auf ein Bild an der Wand gegenüber … [GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών] |
• [...] κι αφήνοντάς τον να τρέμει μπροστά στον καθρέφτη έφυγε. Ο Τρίστρομ έμεινε για δυο στιγμές να κοιτάζει τον ιδρώτα του, που κύλαγε πάνω στο κόκκινο σημάδι [στο λαιμό του]. |
[...], und [sie] ließ ihn [= Tristram] zitternd vor dem Spiegel stehen [und ging einkaufen]. Tristram blieb eine Zeitlang so stehen und beobachtete, wie ihm der Schweiß am Hals über das rote Mal lief. [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
f) μένω alleinstehend [bzw.] μένω έτσι [bzw.] μένω με:
• ο αρχιφύλακας κοίταξε τον μπαρμπα-Τζωρτζ από πάνω ως κάτω – έμεινε για μια στιγμή στα γεμάτα από μπογιές [...] δάχτυλά του – [...] |
der Sergeant musterte den alten George vom Scheitel bis zur Sohle, ließ seine Augen einen Moment auf seinen von Farbe […] verschmierten Fingern ruhen, […] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• έμεναν ώρες ολόκληρες, κοιτάζοντάς την στα μάτια |
ganze Stunden taten sie nichts, als ihr in die Augen zu sehen [GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών] |
• Το χέρι του, καθώς στράφηκε πιάνοντας την πέτρα, έμεινε έτσι. |
Die Hand, auf der [richtig wohl: auf die] er sich beim Umdrehen stützte, verharrte auf dem Stein. [sc. ein Stein, auf dem er saß] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Μένει έτσι για λίγη ώρα, μετά [...] |
So [= in dieser Körperhaltung] verharrt er kurz, dann [...] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Έμεινε μ’ ένα παπούτσι η Ιουλία. |
Ioulía hatte jetzt nur noch einen Schuh. [da ihr jemand soeben den anderen weggenommen, ihn in die Tasche gesteckt und sich damit entfernt hatte] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Έμεινε να παραμιλάει ψάχνοντας ένα πούπουλο, ένα μεγάλο πούπουλο, [...] |
Er blieb dort stehen, murmelte vor sich hin und suchte [in seinen Hosentaschen] nach einer Feder, nach einer großen Feder, […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Κάποτε, η Μπέμπα άφηνε το περιοδικό να κυλήσει στο πάτωμα κι έκλεινε το φως. Έμενε ο Βλάσης με το βιβλίο ακουμπισμένο στο στήθος. |
Irgendwann ließ Beba das Magazin [das sie angeschaut hatte] zu Boden fallen und löschte das Licht. Vlassis lag da [im Bett des Hotelzimmers] mit dem Buch [das er gelesen hatte] auf der Brust. [GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών] |
• Ο Κοκκίδης έμεινε με το άδειο ποτήρι του κονιάκ στο χέρι. |
Kokkídis saß verblüfft [über die Worte seines Gesprächspartners] mit dem leeren Cognacglas in der Hand da. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Από τον καιρό που ο Βλάσης ξανακύλησε, έμενε όλη μέρα με τα βιβλία του αφημένα στα γόνατα, ανοιχτά στη σελίδα που τα είχε εγκαταλείψει. |
Nachdem Vlassis einen Rückfall erlitten hatte, saß er den ganzen Tag da, seine Bücher auf den Knien, die Seite aufgeschlagen, bei der er zu lesen aufgehört hatte. [GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών] |
• Πενγκ, το ακουστικό πέφτει πάνω στη βάση, η Κάρμεν μένει με το δικό της ακουστικό στο χέρι. |
Peng, der [Telefon-]Hörer [des Gesprächspartners am anderen Ende der Leitung] fällt auf die Gabel, Carmen sitzt mit ihrem in der Hand da. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Όμως όλοι είχαν μείνει με την κίνηση κομμένη στη μέση – το ποτήρι μετέωρο μπροστά στα χείλη ή μια κουβέντα μισοτελειωμένη – και κοίταζαν αχόρταγα αυτά τα τρία ζωντανά κορμιά [...]. |
Rundum waren alle [vor Erstaunen bzw. Faszination] mitten in der Bewegung erstarrt, das Glas knapp vor dem Mund, den begonnenen Satz nur halb ausgesprochen, und blickten gierig auf diese drei lebensfrischen Körper [der Frauen, die gerade das Lokal betreten hatten], […]. [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
ebenso:
• Έκλεισαν το τηλέφωνο κι η Μπέμπα απόμεινε με τους αγκώνες στηριγμένους στο γραφείο. [Anm.: απόμεινε] |
Sie legten auf, und Beba saß da, die Ellbogen auf den Schreibtisch gestützt. [GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών] |
4. έχω μείνει [κάπου] [Verweis auf die Situation vor einer Unterbrechung]:
• Πού είχαμε μείνει; ° Wo waren wir stehengeblieben? [sc.: in unserer Unterhaltung, bevor wir unterbrochen wurden]
• […] και κάθε τόσο σκεφτόταν να γυρίσει στο σπίτι και να συνεχίσει με τη Λυζέλ από εκεί που είχαν μείνει. ° [...] und immer wieder fiel ihn der Gedanke an [= kam ihm der Gedanke], nach Hause zurückzukehren und mit Lucelle [hinsichtlich ihrer gemeinsamen Beziehung bzw. weiteren Lebensplanung] da weiterzumachen, wo sie aufgehört hatten*. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
*[Anm.: Statt "aufgehört hatten" eventuell treffender: "gestanden hatten" (da es zumindest von Seiten Lucelles kein Aufhören bzw. Abbrechen aus eigener Initiative gegeben hatte).] |
5. μένει να γίνει ° ausstehen / ausständig sein:
• Υπενθυμίζω εδώ πως [...] αυτή η περιβόητη κουβέντα για το νοίκι ακόμα έμενε να γίνει κι ούτε θα γινότανε ποτέ αν δε συνέβαινε αυτό το γεγονός με τη χορεύτρια, [...] ° Ich erinnere hier daran, dass [...] die berühmte Diskussion um die Miete [zu diesem Zeitpunkt] immer noch ausstand und wohl auch [später] nie stattgefunden hätte, wenn nicht diese Sache mit der Tänzerin passiert wäre, […] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]
Weitere Wörter:
- ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ, -ή, -ό...μελαχροινός, -ή, -ό s. μελαχρινός, -ή, -ό ...
- ΜΕΛΑΨΟΣ, -ή, -ό...μελαψός, -ή, -ό s. μελαμψός, -ή, -ό ...
- ΜΕΛΕΙ...μέλει • Για τον εαυτό της δεν την έμελε· την έμελε μόνο για τα παιδιά. ° Um sich selbst machte sie sich keine Sorgen [sc.: es kümmerte sie nicht,...
- ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΚΤΟΣ, -η, -ο...μελιστάλακτος, -η, -ο s. μελιστάλαχτος, -η, -ο ...
- ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΧΤΟΣ, -η, -ο...μελιστάλαχτος, -η, -ο (bzw. μελιστάλακτος, -η, -ο *) *[Anm.: Schreibweise bei ΛΚΝ verzeichnet, nicht aber bei ΛΜΠ] • "[...]", ζητούσε να μάθει μελιστάλαχτα ° "[....
- ΜΕΜΙΑΣ...μεμιάς • Και ξάφνου αποδεικνύεται μεμιάς ότι όλα ήταν λάθος. ° Und plötzlich stellt sich mit einem Mal (schlagartig / ~über Nacht) heraus, dass alles falsch war....
- ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μεμονωμένος, -η, -ο = vereinzelt / Einzel- / einmalig [iS von: kein weiteres Mal] ...
- ΜΕΝ...μεν ναι μεν ° (es stimmt) zwar [BSe s. unter ναι ] ...
- ΜΕΝΟΥ, το...μενού, το 1) das Menü 2) die Speisekarte [synonym: ο κατάλογος (φαγητών)] [bzw. (iS von Z 2)]:...
- ΜΕΝΤΙΟΥΜ, το...μέντιουμ, το (Pl.: τα μέντιουμ) = das "Medium" [das Karten legt, hypnotisiert etc.] ...
- ΜΕΡΑ, η...μέρα, η (bzw. ημέρα, η) 1. μέρα με τη μέρα [bzw.] μέρα με την ημέρα: a) von Tag zu Tag [etc.] [iS von: mit jedem Tag zunehmend]: • [...],...
- ΜΕΡΑΚΙ, το...μεράκι, το • Αν έχεις μεράκι για γράμματα, πήγαινε και φέτος. ° Wenn dein Herz es begehrt, das Lernen, dann geh auch dieses Jahr hin. [sc.:...
- ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ο...μερακλής, ο • μερακλής άνθρωπος ° [ein] prachtvoller Mensch // [ein] toller Kerl [war der Verstorbene] [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης:...
- ΜΕΡΙΑ, η...μεριά, η 1. Konstruktionen von μεριά mit der Präposition από: a) allgemein: • Πήγαινα από τη δεξιά μεριά του δρόμου για να μη μου ξεφύγει καμιά πινακίδα....
- ΜΕΡΙΚΟΣ, -ή, -ό...μερικός, -ή, -ό • Τέτοιες οικογένειες δεν υπήρχαν πολλές σ’ εκείνο το μέρος, πάντως υπήρχαν μερικές. Solche Familien waren im Ort zwar nicht zahlreich,...
- ΜΕΡΟΝΥΧΤΟ, το...μερόνυχτο, το • Πέντε μερόνυχτα η διαδρομή Σμύρνη – Άγκυρα. ° Fünf Tage und Nächte dauerte die Fahrt Smyrna – Ankara. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΜΕΡΟΣ, το...μέρος, το 1. Grundbedeutungen: a) der Teil b) die Seite c) [räumlich-geographisch]: der Ort, der Platz [etc.]:...
- ΜΕΣΑ...μέσα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μέσα σε 3.1. μέσα μου (σου / του / ...) [bzw.] 3.2. από μέσα μου (σου / του / ...) 4. μέσα από 5. από μέσα 6....
- ΜΕΣΗ, η...μέση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Mitte b) die Taille 2. αφήνω στη μέση: • Άννα, σε παρακαλώ, μην αφήνεις τα βιβλία στη μέση. Βάλ’ τα αμέσως στη βιβλιοθήκη,...