μένω


Übersicht:

1. Grundbedeutungen

2. [Spezialbedeutung]: sein [bzw.] werden

3. [Spezialbedeutung]:

daliegen [bzw.] dasitzen [bzw.] dastehen [bzw. sonstige Ausdrücke des Verharrens, Sich-nicht-Bewegens, Stillstands, Mangels etc.]:

       a) μένω κατάπληκτος (έκπληκτος / άφωνος / αποσβολωμένος [etc.])

       b) μένω με ανοιχτό (το) στόμα [bzw.] μένω με το στόμα ανοιχτό

       c) μένω ακίνητος (-η, -ο)

       d) μένω in Kombination mit sonstigen Adjektiven

       e) μένω να κοιτάζω [bzw.] μένω κοιτάζοντας

       f) μένω alleinstehend [bzw.] μένω έτσι [bzw.] μένω με

4. έχω μείνει [κάπου] [Verweis auf die Situation vor einer Unterbrechung]

5. μένει να γίνει

6. μένω στον τόπο: s. unter τόπος, ο (Z 4)


1. Grundbedeutungen:

a) bleiben [bzw. Umschreibungen]:

• Στο τραπέζι είχαν μείνει δυο μικρά πιάτα με αγγούρι και ελιές.  °  Auf dem Tisch standen noch zwei kleine Teller mit Gurke und Oliven. [davon abgesehen waren die Speisen auf­­gegessen bzw. das Geschirr abgeräumt]    [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• [...]· και τώρα ήλθε να μείνει [το ίνδαλμα] μες στην ποίησιν αυτή.  °  […]; jetzt kam sie [die Vorstellung {vom Erlebten}], um zu bleiben in diesem Gedicht. [GF+DF aus: Καβάφης: Um zu bleiben]  [bzw.]  [...]; und nun erschien [das Bild], um hier in dieser Dichtung seinen Platz zu finden. [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka]


b) wohnen:

• Ο άνδρας που έμενε από πάνω μας πέθανε.  °  Der Mann, der [im Stockwerk] über uns wohnte, ist gestorben.


2. [Spezialbedeutung]: sein [bzw.] werden:

[Vgl. dazu auch ΛΔΗ, S 221 f.: Φράσεις με μερικά επίθετα που σημαίνουν ψυχικές καταστάσεις (όπως έκπληκτος, άναυδος, απελπισμένος, θλιμμένος κτλ.) και με το "μένω" σημαίνουν περιέρχομαι στην αντίστοιχη ψυχική κατάσταση. – Π.χ.: "μένω άναυδος" κτλ.]

• Είχε μείνει στην κυριολεξία άφωνη.

Sie war [vor Verblüffung] im wahrsten Sinne des Wortes sprachlos.       

[DF+GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Η Κάρμεν έχει μείνει άναυδη. Δεν μπορεί να το πιστέψει.

Carmen ist sprachlos. Sie kann es nicht glauben [was sie da gerade von ihrer Freundin hört]. / Carmen staunt. Nicht zu fassen.*   

[DF (*) + GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Έμεινα αποσβολωμένη για μερικά δευτερόλεπτα.


Ein paar Augenblicke lang war ich [weibl.] völlig perplex [über seine Ahnungs­losig­keit].      [GF+DF aus: Όσες φορές]

• Πολύ απογοητευμένοι μείναμε από την σκηνοθεσία.

Sehr enttäuscht waren wir von der Insze­nierung (Regie) [dieser Opernauffüh­rung].

• Μείνατε ικανοποιημένος από την Άννα;

Waren Sie [= Regisseur] mit Anna [sc. ihrer schauspielerischen Leistung in dem von Ihnen gedrehten Film] zufrieden?

• Έμεινα για λίγο αναίσθητος.

Ich [männl.] war kurz bewusstlos.

• η Μαρία έμεινε έγκυος

Maria wurde schwanger

• Το παιδί έμεινε ορφανό σε ηλικία 9 ετών.

Das Kind wurde im Alter von 9 Jahren Waise.

• χιλιάδες άνθρωποι έχουν μείνει άστεγοι

tausende Menschen sind [durch das Erd­beben] obdachlos geworden


3. [Spezialbedeutung]:

daliegen [bzw.] dasitzen [bzw.] dastehen [bzw. sonstige Ausdrücke des Verharrens, Sich-nicht-Bewegens, Stillstands, Mangels etc.]:

                a) μένω κατάπληκτος (έκπληκτος / άφωνος / αποσβολωμένος [etc.]):

• Μόλις μ’ αντίκρισε φορτωμένο μ’ όλα κείνα τα καλά έμεινε κατάπληκτος.

Als ich [männl.] ihm gegenüberstand [wörtl.: Als er mich sah/erblickte], beladen mit all den guten Sachen [sc. Lebens­mitteln], verschlug es ihm die Sprache.  

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• [...], έμεινε έκπληκτος κι άφωνος.

[...], verschlug es ihm erst mal vor Über­raschung die Sprache.   

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] 

• Ο νεαρός ρασοφόρος έμεινε αποσβολωμένος, [...]

Der junge Soutanenträger [= Um­­schrei­bung für παπάς ° Priester] war [vor Ver­blüf­fung, Über­raschung etc.] wie vom Blitz getroffen, […]     [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

Anm.:

vgl. auch oben die Übersetzungen mit "sein" (zB.: έχω μείνει άφωνος / άναυδος ° ich bin sprachlos // έμεινα αποσβολωμένος ° ich war völlig perplex)


                b) μένω με ανοιχτό (το) στόμα [bzw.] μένω με το στόμα ανοιχτό:

• θα μείνεις μ’ ανοιχτό το στόμα

mit [vor Erstaunen] offenem Mund wirst du dastehen     [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Εμείς είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό.

Wir saßen mit [vor Erstaunen] offenem Mund da.       [GF+DF aus: Βαμμ.]

• Έμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα.

Mir blieb [vor Erstaunen etc.] der Mund offenstehen.    [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• Ο Κρις την κοιτούσε κι έμεινε μ’ ανοιχτό στόμα, όταν απομακρυνόταν σαν οπτασία.

[Anm.: vgl. die zweite griechische Über­setzung desselben deutschen Satzes: 

Ο Κρις έμεινε να κοιτάζει την Τζένη με ανοιχτό το στόμα, καθώς εκείνη προχώ­ρησε κατά μήκος του διαδρόμου.]

Chris starrte Jenny mit offenem Mund nach, als sie [nachdem sie kurz mit ihm geredet hatte] den Gang entlangschwebte.

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]


                c) μένω ακίνητος (-η, -ο):

• Έμεινα ακίνητος, με την καραβάνα στο χέρι, [...]

Ich stand regungslos da, mit dem Koch­geschirr in der Hand, […]   [GF+DF aus: Βαμμ.]

• Κάθεται πάλι στην καρέκλα και μένει ακίνητη.

Sie setzt sich wieder auf den Stuhl und verharrt regungslos.   [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• Η γάτα έμεινε ακίνητη.

Die Katze rührte sich nicht.   

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]


                d) μένω in Kombination mit sonstigen Adjektiven:

• Τη στιγμή που μείναμε αγκαλιασμένες και ακίνητες στη μέση του δωματίου, ένιωσα ότι [...]

In dem Augenblick, als wir [= zwei Frauen] da so um­schlungen und regungslos mitten im Zimmer stan­den, fühlte ich, dass [...]

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• Ο Βίλχελμ αναστέναξε ελαφρά, έμεινε για λίγο συλλογισμένος και ύστερα ετοιμάστη­κε βιαστικά για να βγει.

Wilhelm seufzte leicht, sann eine Weile nach, dann machte er sich eilig zum Gehen fertig. 

[DF+GF aus: Schnitzler: Spiel]

• Ο Μάρκος έμεινε αμίλητος και την κοιτού­σε.

Markos blickte sie [= seine Schwester] sprach­los an. [iS von: er sagte nichts und blickte sie (nur) an]

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Έμειναν για μια στιγμή αμίλητοι. [bzw.] 

Έμειναν για λίγο αμίλητοι.

Sie [die beiden Gesprächspartner] schwie­gen einen Augenblick lang. [bzw.] 

Sie [die beiden Gesprächspartner] schwie­gen eine Weile.

[GF+DF jeweils aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Έμειναν σιωπηλοί για μερικά δευτερό­λεπτα.

Sie [die beiden Gesprächspartner] schwie­gen ein paar Sekunden lang.

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Για λίγο έμεινε διστακτικός αλλά μετά άρχισε να εξετάζει προσεχτικά τα τοιχώ­ματα.

Für kurze Zeit blieb er unschlüssig [am Ende des Korridors] stehen, [aber] dann begann er vorsichtig das Mauerwerk zu untersuchen.

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

• Η κοπέλα τον κοίταξε [...] κι έμεινε δισταχτική στο κατώφλι.

Die junge Frau schaute ihn an […] und blieb zögernd auf der Schwelle stehen

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]


               e)  μένω να κοιτάζω [bzw.] μένω κοιτάζοντας:

• Ο Ντελόπουλος μένει να με κοιτάζει.

Delopoulos starrt mich an.

[GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• Συγκέντρωσα όλο μου το θάρρος και έριξα μια ματιά στον Κρις. Όμως εκείνος είχε μείνει να κοιτάζει σαν παγωμένος προς το μέρος του Κούντζε, όπως και οι άλλοι.

[Anm.: vgl. die zweite griechische Über­setzung desselben zweiten deutschen Satzes:

Εκείνος όμως κοιτούσε σαν μαρμαρω­μέ­νος τον Κούντσε – όπως δηλαδή και οι υπόλοι­ποι.]

Ich nahm all meinen Mut zusammen und sah zu [meinem Mitschüler] Chris. Doch der starrte nur wie eingefroren in Richtung Kunze [= unserem Lehrer], so wie die anderen [Klassenkollegen] auch.

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]


• Ο Κρις έμεινε να κοιτάζει την Τζένη με ανοιχτό το στόμα, καθώς εκείνη προ­χώ­ρησε κατά μήκος του διαδρόμου.

[Anm.: vgl. die zweite griechische Über­setzung desselben deutschen Satzes: 

Ο Κρις την κοιτούσε κι έμεινε μ’ ανοιχτό στόμα, όταν απομακρυνόταν σαν οπτασία.]

Chris starrte Jenny mit offenem Mund nach, als sie [nachdem sie kurz mit ihm geredet hatte] den Gang entlangschwebte.

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]


• Ο Βάσος έμεινε να τον κοιτά αποσβολω­μένος.

Vassos sah ihn verdutzt an.

[GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]

• Ο πατέρας μου έμεινε ώρα να κοιτάζει την εγγραφή.

Mein Vater sah sich diesen [GF: den] Ein­trag [im Personenstandsregister] lange an

[DF+GF aus: Menasse: Vienna]

• Έμεινα να κοιτάζω για ώρα το ακουστικό, αφού είχα κλείσει το τηλέφωνο.

[Anm.: vgl. die zweite griechische Über­setzung desselben deutschen Satzes:

Αφού έκλεισα το τηλέφωνο, το κοιτούσα ακόμη για ώρα.]

Ich sah den [Telefon-]Hörer noch eine ganze Weile an, nachdem ich ihn aufgelegt hatte.

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]


• Έμεινα να κοιτάζω τον καθηγητή μας της μουσικής σαστισμένος. 

[bzw. (zweite Übersetzung)]  

• Είχα μείνει και κοιτούσα το μουσικό μας που έφευγε.

Ich [männl.] sah meinem Musiklehrer [der sich entfernte, nachdem er mich getadelt hatte] fassungslos nach.

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Ο Βλάσης δεν άκουγε, δεν μίλαγε. Έμενε κοιτάζοντάς την σα να ’ταν μια γυναίκα ξένη που είχε σκύψει επάνω του.

Vlassis [krank im Bett liegend] hörte nicht, sprach nicht. Er sah sie [= seine Frau] nur an, als wäre sie eine fremde Frau, die sich über ihn ge­beugt hatte.

[GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]

• Η Μπέμπα δεν σάλευε· έμενε κοιτάζοντας στον αντικρινό τοίχο ένα κάντρο ...

Beba rührte sich nicht; sie lag da [im Bett des Spitalszimmers] und starrte auf ein Bild an der Wand gegenüber … 

[GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]

• [...] κι αφήνοντάς τον να τρέμει μπροστά στον καθρέφτη έφυγε. Ο Τρίστρομ έμεινε για δυο στιγμές να κοιτάζει τον ιδρώτα του, που κύλαγε πάνω στο κόκκινο σημάδι [στο λαιμό του].

[...], und [sie] ließ ihn [= Tristram] zitternd vor dem Spiegel stehen [und ging einkau­fen]. Tristram blieb eine Zeitlang so stehen und beobachtete, wie ihm der Schweiß am Hals über das rote Mal lief.

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]


                f) μένω alleinstehend [bzw.] μένω έτσι [bzw.] μένω με:

• ο αρχιφύλακας κοίταξε τον μπαρμπα-Τζωρτζ από πάνω ως κάτω – έμεινε για μια στιγμή στα γεμάτα από μπογιές [...] δάχτυλά του – [...]

der Sergeant musterte den alten George vom Scheitel bis zur Sohle, ließ seine Augen einen Moment auf seinen von Farbe […] ver­schmier­ten Fingern ruhen, […]

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• έμεναν ώρες ολόκληρες, κοιτάζοντάς την στα μάτια

ganze Stunden taten sie nichts, als ihr in die Augen zu sehen

[GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]

• Το χέρι του, καθώς στράφηκε πιάνοντας την πέτρα, έμεινε έτσι.

Die Hand, auf der [richtig wohl: auf die] er sich beim Umdrehen stützte, verharrte auf dem Stein. [sc. ein Stein, auf dem er saß]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 

• Μένει έτσι για λίγη ώρα, μετά [...]

So [= in dieser Körperhaltung] verharrt er kurz, dann [...]      [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Έμεινε μ’ ένα παπούτσι η Ιουλία.

Ioulía hatte jetzt nur noch einen Schuh. [da ihr je­mand soeben den anderen weg­ge­nommen, ihn in die Tasche gesteckt und sich damit entfernt hatte]

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Έμεινε να παραμιλάει ψάχνοντας ένα πούπουλο, ένα μεγάλο πούπουλο, [...]

Er blieb dort stehen, murmelte vor sich hin und suchte [in seinen Hosentaschen] nach einer Feder, nach einer großen Feder, […] 

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Κάποτε, η Μπέμπα άφηνε το περιοδικό να κυλήσει στο πάτωμα κι έκλεινε το φως. Έμενε ο Βλάσης με το βιβλίο ακουμπισμένο στο στήθος.

Irgendwann ließ Beba das Magazin [das sie angeschaut hatte] zu Boden fallen und löschte das Licht. Vlassis lag da [im Bett des Hotel­zimmers] mit dem Buch [das er gelesen hatte] auf der Brust. 

[GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]

• Ο Κοκκίδης έμεινε με το άδειο ποτήρι του κονιάκ στο χέρι.

Kokkídis saß verblüfft [über die Worte sei­nes Ge­sprächs­partners] mit dem leeren Cognacglas in der Hand da.

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Από τον καιρό που ο Βλάσης ξανα­κύλησε, έμενε όλη μέρα με τα βιβλία του αφημένα στα γόνατα, ανοιχτά στη σελίδα που τα είχε εγκαταλείψει.

Nachdem Vlassis einen Rückfall erlitten hatte, saß er den ganzen Tag da, seine Bücher auf den Knien, die Seite aufge­schlagen, bei der er zu lesen aufgehört hatte. 

[GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]

• Πενγκ, το ακουστικό πέφτει πάνω στη βάση, η Κάρμεν μένει με το δικό της ακουστικό στο χέρι.

Peng, der [Telefon-]Hörer [des Gesprächs­partners am anderen Ende der Leitung] fällt auf die Gabel, Carmen sitzt mit ihrem in der Hand da.

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Όμως όλοι είχαν μείνει με την κίνηση κομμένη στη μέση – το ποτήρι μετέωρο μπροστά στα χείλη ή μια κουβέντα μισοτελειωμένη – και κοίταζαν αχόρταγα αυτά τα τρία ζωντανά κορμιά [...].

Rundum waren alle [vor Erstaunen bzw. Faszi­nation] mitten in der Bewe­gung er­starrt, das Glas knapp vor dem Mund, den begonnenen Satz nur halb ausge­spro­chen, und blickten gierig auf diese drei lebens­frischen Körper [der Frauen, die gera­de das Lokal betreten hatten], […].    

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]


ebenso:

• Έκλεισαν το τηλέφωνο κι η Μπέμπα απόμεινε με τους αγκώνες στηριγμένους στο γραφείο.  [Anm.: απόμεινε]

Sie legten auf, und Beba saß da, die Ell­bogen auf den Schreibtisch ge­stützt.

[GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]


4. έχω μείνει [κάπου] [Verweis auf die Situation vor einer Unterbrechung]:

• Πού είχαμε μείνει;  °  Wo waren wir stehengeblieben? [sc.: in unserer Unterhaltung, bevor wir unterbrochen wurden]

• […] και κάθε τόσο σκεφτόταν να γυρίσει στο σπίτι και να συνεχίσει με τη Λυζέλ από εκεί που είχαν μείνει.  °  [...] und immer wieder fiel ihn der Gedanke an [= kam ihm der Gedanke], nach Hause zurückzukehren und mit Lucelle [hinsichtlich ihrer gemeinsamen Beziehung bzw. weiteren Lebensplanung] da weiterzumachen, wo sie aufgehört hat­ten*.   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

*[Anm.: Statt "aufgehört hatten" eventuell treffender: "gestanden hatten" (da es zu­mindest von Seiten Lucelles kein Aufren bzw. Abbrechen aus eigener Initi­a­tive gegeben hatte).]


5. μένει να γίνει  °  ausstehen / ausständig sein:

• Υπενθυμίζω εδώ πως [...] αυτή η περιβόητη κουβέντα για το νοίκι ακόμα έμενε να γίνει κι ούτε θα γινότανε ποτέ αν δε συνέβαινε αυτό το γεγονός με τη χορεύτρια, [...]  °  Ich erinnere hier daran, dass [...] die berühmte Diskussion um die Miete [zu diesem Zeit­punkt] immer noch ausstand und wohl auch [später] nie stattgefunden hätte, wenn nicht diese Sache mit der Tänzerin passiert wäre, […]   [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ, -ή, -ό...μελαχροινός, -ή, -ό s. μελαχρινός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΛΑΨΟΣ, -ή, -ό...μελαψός, -ή, -ό s. μελαμψός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΛΕΙ...μέλει • Για τον εαυτό της δεν την έμελε· την έμελε μόνο για τα παιδιά. ° Um sich selbst mach­te sie sich keine Sorgen [sc.: es kümmerte sie nicht,...
  • ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΚΤΟΣ, -η, -ο...μελιστάλακτος, -η, -ο s. μελιστάλαχτος, -η, -ο ...
  • ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΧΤΟΣ, -η, -ο...μελιστάλαχτος, -η, -ο (bzw. μελιστάλακτος, -η, -ο *) *[Anm.: Schreibweise bei ΛΚΝ verzeichnet, nicht aber bei ΛΜΠ] • "[...]", ζητούσε να μάθει μελιστάλαχτα ° "[....
  • ΜΕΜΙΑΣ...μεμιάς • Και ξάφνου αποδεικνύεται μεμιάς ότι όλα ήταν λάθος. ° Und plötzlich stellt sich mit einem Mal (schlagartig / ~über Nacht) heraus, dass alles falsch war....
  • ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μεμονωμένος, -η, -ο = vereinzelt / Einzel- / einmalig [iS von: kein weiteres Mal] ...
  • ΜΕΝ...μεν ναι μεν ° (es stimmt) zwar [BSe s. unter ναι ] ...
  • ΜΕΝΟΥ, το...μενού, το 1) das Menü 2) die Speisekarte [synonym: ο κατάλογος (φαγητών)] [bzw. (iS von Z 2)]:...
  • ΜΕΝΤΙΟΥΜ, το...μέντιουμ, το (Pl.: τα μέντιουμ) = das "Medium" [das Karten legt, hypnotisiert etc.] ...
Nachher:
  • ΜΕΡΑ, η...μέρα, η (bzw. ημέρα, η) 1. μέρα με τη μέρα [bzw.] μέρα με την ημέρα: a) von Tag zu Tag [etc.] [iS von: mit jedem Tag zunehmend]: • [...],...
  • ΜΕΡΑΚΙ, το...μεράκι, το • Αν έχεις μεράκι για γράμματα, πήγαινε και φέτος. ° Wenn dein Herz es begehrt, das Ler­nen, dann geh auch dieses Jahr hin. [sc.:...
  • ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ο...μερακλής, ο • μερακλής άνθρωπος ° [ein] prachtvoller Mensch // [ein] toller Kerl [war der Verstor­be­ne] [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης:...
  • ΜΕΡΙΑ, η...μεριά, η 1. Konstruktionen von μεριά mit der Präposition από: a) allgemein: • Πήγαινα από τη δεξιά μεριά του δρόμου για να μη μου ξεφύγει καμιά πινακίδα....
  • ΜΕΡΙΚΟΣ, -ή, -ό...μερικός, -ή, -ό • Τέτοιες οικογένειες δεν υπήρχαν πολλές σ’ εκείνο το μέρος, πάντως υπήρχαν μερικές. Solche Familien waren im Ort zwar nicht zahlreich,...
  • ΜΕΡΟΝΥΧΤΟ, το...μερόνυχτο, το • Πέντε μερόνυχτα η διαδρομή Σμύρνη – Άγκυρα. ° Fünf Tage und Nächte dauerte die Fahrt Smyrna – Ankara. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
  • ΜΕΡΟΣ, το...μέρος, το 1. Grundbedeutungen: a) der Teil b) die Seite c) [räumlich-geographisch]: der Ort, der Platz [etc.]:...
  • ΜΕΣΑ...μέσα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μέσα σε 3.1. μέσα μου (σου / του / ...) [bzw.] 3.2. από μέσα μου (σου / του / ...) 4. μέσα από 5. από μέσα 6....
  • ΜΕΣΗ, η...μέση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Mitte b) die Taille 2. αφήνω στη μέση: • Άννα, σε παρακαλώ, μην αφήνεις τα βιβλία στη μέση. Βάλ’ τα αμέσως στη βιβλιοθήκη,...