μέση, η
1. Grundbedeutungen:
a) die Mitte
b) die Taille
2. αφήνω στη μέση:
• Άννα, σε παρακαλώ, μην αφήνεις τα βιβλία στη μέση. Βάλ’ τα αμέσως στη βιβλιοθήκη, στη θέση τους. |
Anna, bitte lass die Bücher nicht (einfach) liegen [sc. am Tisch bzw. im Zimmer]. Stell sie gleich in die Bibliothek [iS von: Regal], an ihren Platz. [Eigenübersetzung] |
• Ο αδερφός μου είναι πολύ άτακτος. Τα παπούτσια του τα βγάζει και τα αφήνει στη μέση. |
Mein Bruder ist sehr unordentlich. Er zieht seine Schuhe aus und lässt sie (einfach) stehen. [sc.: er stellt sie nicht an ihren Platz] [Eigenübersetzung] |
• αφήνω μια δουλειά στη μέση ° αφήνω μια δουλειά μισοτελειωμένη [Εμμ.] |
--- |
• άφηνε τις δουλειές της στην μέση |
sie ließ [häufig] ihre Arbeit halberledigt liegen [um einer Verwandten zuzusehen, wie sie mit den Kindern spielte] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• ο αδελφός της λοιπόν της είπε πως έπρεπε να γυρίσει στο μαγαζί του, άφησε ένα μανίκι στην μέση |
ihr Bruder [= ein Schneider] also sagte [zu ihr], er müsse zurück in seinen Laden, ein Ärmel sei nur halbfertig genäht [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• "[...]", είπε σαν να συνέχιζε μια κουβέντα που είχαν αφήσει στη μέση. |
"[…]", sagte er, als würde er ein Gespräch fortsetzen, das sie unterbrochen hatten. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• Πήρα μια σειρά μαθημάτων Η/Υ, αλλά τα άφησα στη μέση. |
Ich habe eine Reihe von Computerstunden genommen [= ~einen Computerkurs begonnen], aber damit (wieder) aufgehört (aber es {wieder} abgebrochen / aber es {wieder} aufgegeben / aber es {wieder} bleiben gelassen). [Eigenübersetzung] |
in ähnlichem Sinne wie "αφήνω στη μέση" auch:
• φωνές πολλές, βλαστήμιες και αγκαλιάσματα που ξέμεναν στη μέση |
viele Stimmen, Flüche und flüchtige Umarmungen [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
3.1. μπαίνω στη μέση:
a) παρουσιάζομαι απρόσμενα (κυρίως ως εμπόδιο) / b) παρεμβαίνω σε ζήτημα που δεν με αφορά άμεσα / c) παρεμβάλλομαι ως μεσολαβητής [ΛΜΠ]
π.χ.:
• Μέχρι σήμερα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το παιχνίδι το ’παιζε μόνος του, όποτε ήθελε κι όπως ήθελε. Τώρα όμως έμπαιναν στη μέση κι οι αντιδράσεις της ξανθιάς. |
Bis zu diesem Tag hatten die Dinge noch anders ausgesehen. Er hatte das Spiel [sc. Flirtversuche bei der Blonden] alleine gespielt, wann und wie er wollte. Jetzt aber kamen auch die Reaktionen der Blonden [in Form ihrer Erwiderung seiner Flirtversuche] ins Spiel. [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
3.2. βγαίνω στη μέση:
προκύπτω, παρουσιάζομαι απρόσμενα (κυρίως ως εμπόδιο) [ΛΜΠ] – π.χ.:
• κι άλλο πρόβλημα βγήκε στη μέση [ΛΜΠ]
• Βγήκαν στη μέση ένα σωρό παράξενες ιστορίες. ° Dabei [sc. bei der Untersuchung der ungewöhnlichen Vorfälle in unserer Kompanie] kamen eine Menge seltsamer Geschichten an den Tag. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
4. βάζω κάποιον στη μέση:
(φρ.) περικυκλώ, περιζώνω, ζώνω τινά· κ. μτφ. τον φέρω εις στενόχωρον θέσιν ή τον κάμνω να αμφιταλαντεύεται (δημ.τραγ. "καινούργια αγάπη και παλιά με βάλανε στη μέση") [ΛΔΤΚ, unter βάνω, Pkt. 11]
π.χ.:
• Ο πατέρας και ο θείος μου [...] την έβαλαν στη μέση, πιάνοντάς την ο ένας από δεξιά κι ο άλλος από αριστερά. ° Mein Vater und mein Onkel [...] nahmen sie [sc. meine Tante] in die Mitte, links und rechts untergehakt. [um sie so – gegen ihren Widerstand – aus dem Raum hinauszuschleifen] [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
5. βγάζω από τη μέση:
• Με φοβούνται κι έχουν αποφασίσει να με βγάλουν απ’ τη μέση. ° Sie fürchten mich und haben beschlossen, mich aus dem Weg zu räumen. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
• έπειτα είπαν πως ο Στάλιν τον έβγαλε απ’ τη μέση γιατί είχε αποδοκιμάσει ανοιχτά την τρομοκρατία ° hinterher hieß es, Stalin habe sich seiner entledigt, weil er [= der unter ungeklärten Umständen verstorbene Parteifunktionär] den Terror offen missbilligte [= missbilligt hatte] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
6. μέσες άκρες:
• Και μέσες άκρες το κατάφερνε. ° Das gelang ihr so recht und schlecht. [sc. beim Sprechen ihren groben Dialekt zu verbergen] [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
• Τη μια μέρα είσαι καλά, μέσες άκρες καλά. Και την άλλη, το ένα μετά το άλλο, τα όργανα σε εγκαταλείπουν. ° Den einen Tag geht es dir gut, den Umständen entsprechend* gut. Den [= Am] nächsten Tag lassen dich die inneren Organe im Stich, eines nach dem anderen. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
*[praktikable Übersetzungsalternativen wären wohl: "im Großen und Ganzen" // "einigermaßen"]
Weitere Wörter:
- ΜΕΝΤΙΟΥΜ, το...μέντιουμ, το (Pl.: τα μέντιουμ) = das "Medium" [das Karten legt, hypnotisiert etc.] ...
- ΜΕΝΩ...μένω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. [Spezialbedeutung]: sein [bzw.] werden 3. [Spezialbedeutung]: daliegen [bzw.] dasitzen [bzw.] dastehen [bzw....
- ΜΕΡΑ, η...μέρα, η (bzw. ημέρα, η) 1. μέρα με τη μέρα [bzw.] μέρα με την ημέρα: a) von Tag zu Tag [etc.] [iS von: mit jedem Tag zunehmend]: • [...],...
- ΜΕΡΑΚΙ, το...μεράκι, το • Αν έχεις μεράκι για γράμματα, πήγαινε και φέτος. ° Wenn dein Herz es begehrt, das Lernen, dann geh auch dieses Jahr hin. [sc.:...
- ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ο...μερακλής, ο • μερακλής άνθρωπος ° [ein] prachtvoller Mensch // [ein] toller Kerl [war der Verstorbene] [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης:...
- ΜΕΡΙΑ, η...μεριά, η 1. Konstruktionen von μεριά mit der Präposition από: a) allgemein: • Πήγαινα από τη δεξιά μεριά του δρόμου για να μη μου ξεφύγει καμιά πινακίδα....
- ΜΕΡΙΚΟΣ, -ή, -ό...μερικός, -ή, -ό • Τέτοιες οικογένειες δεν υπήρχαν πολλές σ’ εκείνο το μέρος, πάντως υπήρχαν μερικές. Solche Familien waren im Ort zwar nicht zahlreich,...
- ΜΕΡΟΝΥΧΤΟ, το...μερόνυχτο, το • Πέντε μερόνυχτα η διαδρομή Σμύρνη – Άγκυρα. ° Fünf Tage und Nächte dauerte die Fahrt Smyrna – Ankara. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΜΕΡΟΣ, το...μέρος, το 1. Grundbedeutungen: a) der Teil b) die Seite c) [räumlich-geographisch]: der Ort, der Platz [etc.]:...
- ΜΕΣΑ...μέσα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μέσα σε 3.1. μέσα μου (σου / του / ...) [bzw.] 3.2. από μέσα μου (σου / του / ...) 4. μέσα από 5. από μέσα 6....
- ΜΕΣΟΛΑΒΩ...μεσολαβώ (-είς) • Δύσκολο να μαντεύσουν τι προηγήθηκε, τι μεσολάβησε. ° Es war schwer [für sie] zu erraten, was vorausgegangen und was inzwischen geschehen war....
- ΜΕΤΑ...μετά 1.1. Grundbedeutungen: a) [Präposition]: nach b) [Adverb]: danach, nachher 1.2. μετά oder μετά από (als Präposition)?:...
- ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ, η...μετακίνηση, η (verwendet oft auch im Plural: οι μετακινήσεις) 1) die Fortbewegung: • Παρ’ ότι αρκετά μοναστήρια χρησιμοποιούν τα τελευταία χρόνια τζιπ,...
- ΜΕΤΑΚΙΝΟΥΜΑΙ...μετακινούμαι = [u.a.] rücken ...
- ΜΕΤΑΛΛΙΟ, το...μετάλλιο, το = die Medaille [Anm.: vgl.: το μέταλλο = das Metall] ...
- ΜΕΤΑΛΛΟ, το...μέταλλο, το = das Metall [Anm.: vgl.: το μετάλλιο = die Medaille] ...
- ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ, το...μεταναστευτικό, το = die Migrationsproblematik [GF+DF aus: Πέτρος Μάρκαρης προς Θόδωρο Αγγελόπουλο] ...
- ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ...μετανιώνω (auch: μετανοιώνω) a) bereuen b) es sich anders überlegen / [vom ursprünglichen Vorhaben] (wieder) abkommen: • Στο τέλος Ιουλίου,...
- ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ, η...μεταπολίτευση, η (auch: Μεταπολίτευση, η) 1. Bedeutung allgemein: πολύ σοβαρή πολιτική μεταβολή και ιδίως αλλαγή του πολιτεύματος σε μια χώρα [ΛΚΝ] 2....