μετανιώνω  (auch: μετανοιώνω)


a) bereuen


b) es sich anders überlegen / [vom ursprünglichen Vorhaben] (wieder) abkommen:

• Στο τέλος Ιουλίου, ο Μάρκος σκέφτηκε να πάει στην Αθήνα να δει την αδερφή του [...]. Αλλά την τελευταία στιγμή μετάνιωσε και δεν πήγε, [...].

Ende Juni [richtig: Juli] kam Markos die Idee, seine Schwester in Athen zu besu­chen […]. Aber im letzten Moment über­legte er es sich anders und fuhr nicht […].

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Η Ανθώ σκέφτηκε να τρέξει από πίσω του να τον συγκρατήσει, αλλά μετάνιωσε.

Anthó erwog, ihm hinterherzulaufen und ihn zurück­zuhalten [sc. ihren die Feier vor­zeitig verlassenden Bruder], doch dann überlegte sie es sich anders. 

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• και η κοκκινομάλλα μετάνοιωσε την τελευταία στιγμή και δεν πήγε

und die Rot­haarige überlegte sich es in letzter Minute anders und ging schließlich nicht [mit den übrigen Personen] mit

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Σκέφτηκε να τους στείλει τηλεγράφημα – αλλά μετάνιωσε, αποφάσισε να το δια­κινδυ­­νεύσει –, [...].

Er erwog, ihnen ein Telegramm zu schi­cken [und darin seinen Besuch anzukün­di­gen], kam aber wieder davon ab und be­schloss, es einfach zu riskieren [sc. direkt hinzufah­ren]. 

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΕΡΟΣ, το...μέρος, το 1. Grundbedeutungen: a) der Teil b) die Seite c) [räumlich-geographisch]: der Ort, der Platz [etc.]:...
  • ΜΕΣΑ...μέσα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μέσα σε 3.1. μέσα μου (σου / του / ...) [bzw.] 3.2. από μέσα μου (σου / του / ...) 4. μέσα από 5. από μέσα 6....
  • ΜΕΣΗ, η...μέση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Mitte b) die Taille 2. αφήνω στη μέση: • Άννα, σε παρακαλώ, μην αφήνεις τα βιβλία στη μέση. Βάλ’ τα αμέσως στη βιβλιοθήκη,...
  • ΜΕΣΟΛΑΒΩ...μεσολαβώ (-είς) • Δύσκολο να μαντεύσουν τι προηγήθηκε, τι μεσολάβησε. ° Es war schwer [für sie] zu erraten, was vorausgegangen und was inzwischen geschehen war....
  • ΜΕΤΑ...μετά 1.1. Grundbedeutungen: a) [Präposition]: nach b) [Adverb]: danach, nachher 1.2. μετά oder μετά από (als Präposition)?:...
  • ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ, η...μετακίνηση, η (verwendet oft auch im Plural: οι μετακινήσεις) 1) die Fortbewegung: • Παρ’ ότι αρκετά μοναστήρια χρησιμοποιούν τα τελευταία χρόνια τζιπ,...
  • ΜΕΤΑΚΙΝΟΥΜΑΙ...μετακινούμαι = [u.a.] rücken ...
  • ΜΕΤΑΛΛΙΟ, το...μετάλλιο, το = die Medaille [Anm.: vgl.: το μέταλλο = das Metall] ...
  • ΜΕΤΑΛΛΟ, το...μέταλλο, το = das Metall [Anm.: vgl.: το μετάλλιο = die Medaille] ...
  • ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ, το...μεταναστευτικό, το = die Migrationsproblematik [GF+DF aus: Πέτρος Μάρκαρης προς Θόδωρο Αγγελόπουλο] ...
Nachher:
  • ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ, η...μεταπολίτευση, η (auch: Μεταπολίτευση, η) 1. Bedeutung allgemein: πολύ σοβαρή πολιτική μεταβολή και ιδίως αλλαγή του πολιτεύματος σε μια χώρα [ΛΚΝ] 2....
  • ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...μεταπτυχιακός, -ή, -ό s. unter προπτυχιακός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΤΕΡΙΖΙ, το...μετερίζι, το = das Bollwerk / die Bastion [Pons online] :...
  • ΜΕΤΕΡΧΟΜΑΙ...μετέρχομαι 1) ausüben (επάγγελμα) 2) anwenden (χρησιμο­ποιώ, εφαρμόζω) [Pons online] ...
  • ΜΕΤΟΙΚΟΣ, ο...μέτοικος, ο Όλοι οι ξένοι που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην [αρχαία] Αθήνα σαν τραπεζίτες, έμποροι, βιομήχανοι κ.λπ. λέγονταν μέτοικοι....
  • ΜΕΤΡΟ, το (Ι) (= μέτρο, το)...μέτρο, το [Anm.: το μέτρο ist zu unterscheiden von: το μετρό!] 1. Grundbedeutungen: a) das Maß b) die Maßnahme c) der Meter 2. zur Deklination bei Maßangaben:...
  • ΜΕΤΡΟ, το (ΙΙ) (= μετρό, το)...μετρό, το [Anm.: το μετρό ist zu unterscheiden von: το μέτρο!] = die U-Bahn ...
  • ΜΕΤΡΩ...μετρώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) messen b) zählen 2. Spezialbedeutung: "μετρώ" hat zuweilen wohl nicht so sehr die Bedeutung des tatsächlichen Zählens (bzw....
  • ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ, η...μετωνυμία, η - σχήμα λόγου, κατά το οποίο αντί για τη λέξη που απαιτείται χρησιμοποιείται άλλη, με την οποία υπάρχει στενή σχέση, π.χ. "στέγη" αντί "σπίτι",...