μετάλλιο, το
Weitere Wörter:
Vorher
- ΜΕΡΙΑ, η...μεριά, η 1. Konstruktionen von μεριά mit der Präposition από: a) allgemein: • Πήγαινα από τη δεξιά μεριά του δρόμου για να μη μου ξεφύγει καμιά πινακίδα....
- ΜΕΡΙΚΟΣ, -ή, -ό...μερικός, -ή, -ό • Τέτοιες οικογένειες δεν υπήρχαν πολλές σ’ εκείνο το μέρος, πάντως υπήρχαν μερικές. Solche Familien waren im Ort zwar nicht zahlreich,...
- ΜΕΡΟΝΥΧΤΟ, το...μερόνυχτο, το • Πέντε μερόνυχτα η διαδρομή Σμύρνη – Άγκυρα. ° Fünf Tage und Nächte dauerte die Fahrt Smyrna – Ankara. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΜΕΡΟΣ, το...μέρος, το 1. Grundbedeutungen: a) der Teil b) die Seite c) [räumlich-geographisch]: der Ort, der Platz [etc.]:...
- ΜΕΣΑ...μέσα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μέσα σε 3.1. μέσα μου (σου / του / ...) [bzw.] 3.2. από μέσα μου (σου / του / ...) 4. μέσα από 5. από μέσα 6....
- ΜΕΣΗ, η...μέση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Mitte b) die Taille 2. αφήνω στη μέση: • Άννα, σε παρακαλώ, μην αφήνεις τα βιβλία στη μέση. Βάλ’ τα αμέσως στη βιβλιοθήκη,...
- ΜΕΣΟΛΑΒΩ...μεσολαβώ (-είς) • Δύσκολο να μαντεύσουν τι προηγήθηκε, τι μεσολάβησε. ° Es war schwer [für sie] zu erraten, was vorausgegangen und was inzwischen geschehen war....
- ΜΕΤΑ...μετά 1.1. Grundbedeutungen: a) [Präposition]: nach b) [Adverb]: danach, nachher 1.2. μετά oder μετά από (als Präposition)?:...
- ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ, η...μετακίνηση, η (verwendet oft auch im Plural: οι μετακινήσεις) 1) die Fortbewegung: • Παρ’ ότι αρκετά μοναστήρια χρησιμοποιούν τα τελευταία χρόνια τζιπ,...
- ΜΕΤΑΚΙΝΟΥΜΑΙ...μετακινούμαι = [u.a.] rücken ...
Nachher:
- ΜΕΤΑΛΛΟ, το...μέταλλο, το = das Metall [Anm.: vgl.: το μετάλλιο = die Medaille] ...
- ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ, το...μεταναστευτικό, το = die Migrationsproblematik [GF+DF aus: Πέτρος Μάρκαρης προς Θόδωρο Αγγελόπουλο] ...
- ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ...μετανιώνω (auch: μετανοιώνω) a) bereuen b) es sich anders überlegen / [vom ursprünglichen Vorhaben] (wieder) abkommen: • Στο τέλος Ιουλίου,...
- ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ, η...μεταπολίτευση, η (auch: Μεταπολίτευση, η) 1. Bedeutung allgemein: πολύ σοβαρή πολιτική μεταβολή και ιδίως αλλαγή του πολιτεύματος σε μια χώρα [ΛΚΝ] 2....
- ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...μεταπτυχιακός, -ή, -ό s. unter προπτυχιακός, -ή, -ό ...
- ΜΕΤΕΡΙΖΙ, το...μετερίζι, το = das Bollwerk / die Bastion [Pons online] :...
- ΜΕΤΕΡΧΟΜΑΙ...μετέρχομαι 1) ausüben (επάγγελμα) 2) anwenden (χρησιμοποιώ, εφαρμόζω) [Pons online] ...
- ΜΕΤΟΙΚΟΣ, ο...μέτοικος, ο Όλοι οι ξένοι που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην [αρχαία] Αθήνα σαν τραπεζίτες, έμποροι, βιομήχανοι κ.λπ. λέγονταν μέτοικοι....
- ΜΕΤΡΟ, το (Ι) (= μέτρο, το)...μέτρο, το [Anm.: το μέτρο ist zu unterscheiden von: το μετρό!] 1. Grundbedeutungen: a) das Maß b) die Maßnahme c) der Meter 2. zur Deklination bei Maßangaben:...