μέτρο, το

       [Anm.: το μέτρο ist zu unterscheiden von: το μετρό!]


1. Grundbedeutungen:

a) das Maß

b) die Maßnahme 

c) der Meter


2. zur Deklination bei Maßangaben:

• ένα μεγάλο φίδι σαράντα μέτρα βγαίνει  °  eine große Schlange von vierzig Metern [Länge] kommt heraus    [Anm.: μέτρα ]


3. στα μέτρα μου (σου, ...):

• Το σακάκι ήταν φαρδύ, τα πουκάμισα στα μέτρα μου.

Das Sakko war zu weit, die Hemden passten [mir].     [GF+DF aus: Όσες φορές]

• Κάθε Πρόγραμμα Συντήρησης είναι προσαρμοσμένο στα δικά σας μέτρα ...

[Anm.: Satz stammt aus einer Werbe­anzei­ge für Autos der Marke Opel]

Jedes ~Wartungsprogramm ist an Ihre ~Bedürfnisse [wörtl.: Maße] angepasst … 

[Eigenübersetzung]

• Μια ζωή ήθελε να με φέρει στα μέτρα της.

Schon immer wollte sie [sc. meine Frau] mich ihren Vorstellungen entsprechend ändern.      [GF+DF aus: Βαμμ.]


4. μέτρα και σταθμά:

• Γιατί δύο μέτρα και δύο σταθμά;  °  Warum wird mit zweierlei Maß gemessen? [bildlich iS von: Warum erfolgt eine ungerechtfertigte Ungleichbehandlung (und damit Bevor­zu­gung bzw. Benachteiligung)?]   [GF+DF aus: Μαύρη Βίβλος της Κατοχής]

• Πρέπει να υπάρχουν ίδια μέτρα και σταθμά για όλες τις περιπτώσεις και να κατα­δικάζονται όλα τα διεθνή εγκλήματα και παραβάσεις.  °  Es muss für alle Fälle [von Völker­rechtsver­let­zun­gen] ~der gleiche Maßstab angelegt werden [sc.: unabhängig, ob der Übeltäter eine Groß­macht oder ein international geächtetes Land ist], und es müs­sen alle inter­na­tiona­len Verbrechen und Verstöße verurteilt werden.  [Eigenübersetzung]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΕΤΑΚΙΝΟΥΜΑΙ...μετακινούμαι = [u.a.] rücken ...
  • ΜΕΤΑΛΛΙΟ, το...μετάλλιο, το = die Medaille [Anm.: vgl.: το μέταλλο = das Metall] ...
  • ΜΕΤΑΛΛΟ, το...μέταλλο, το = das Metall [Anm.: vgl.: το μετάλλιο = die Medaille] ...
  • ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ, το...μεταναστευτικό, το = die Migrationsproblematik [GF+DF aus: Πέτρος Μάρκαρης προς Θόδωρο Αγγελόπουλο] ...
  • ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ...μετανιώνω (auch: μετανοιώνω) a) bereuen b) es sich anders überlegen / [vom ursprünglichen Vorhaben] (wieder) abkommen: • Στο τέλος Ιουλίου,...
  • ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ, η...μεταπολίτευση, η (auch: Μεταπολίτευση, η) 1. Bedeutung allgemein: πολύ σοβαρή πολιτική μεταβολή και ιδίως αλλαγή του πολιτεύματος σε μια χώρα [ΛΚΝ] 2....
  • ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...μεταπτυχιακός, -ή, -ό s. unter προπτυχιακός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΤΕΡΙΖΙ, το...μετερίζι, το = das Bollwerk / die Bastion [Pons online] :...
  • ΜΕΤΕΡΧΟΜΑΙ...μετέρχομαι 1) ausüben (επάγγελμα) 2) anwenden (χρησιμο­ποιώ, εφαρμόζω) [Pons online] ...
  • ΜΕΤΟΙΚΟΣ, ο...μέτοικος, ο Όλοι οι ξένοι που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην [αρχαία] Αθήνα σαν τραπεζίτες, έμποροι, βιομήχανοι κ.λπ. λέγονταν μέτοικοι....
Nachher:
  • ΜΕΤΡΟ, το (ΙΙ) (= μετρό, το)...μετρό, το [Anm.: το μετρό ist zu unterscheiden von: το μέτρο!] = die U-Bahn ...
  • ΜΕΤΡΩ...μετρώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) messen b) zählen 2. Spezialbedeutung: "μετρώ" hat zuweilen wohl nicht so sehr die Bedeutung des tatsächlichen Zählens (bzw....
  • ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ, η...μετωνυμία, η - σχήμα λόγου, κατά το οποίο αντί για τη λέξη που απαιτείται χρησιμοποιείται άλλη, με την οποία υπάρχει στενή σχέση, π.χ. "στέγη" αντί "σπίτι",...
  • ΜΕΧΡΙ...μέχρι 1. Zur Unterscheidung von μέχρι που einerseits und μέχρι να (bzw. bei Καρζής: μέχρι που να) andererseits: Μπαμπινιώτης, S 1101: μέχρι που: μέχρι να:...
  • ΜΗ...μη s. μην ...
  • ΜΗΔΕΙΣ, -δεμία, -δέν...μηδείς, -δεμία, -δέν [Pronomen / αντωνυμία] 1. Grundbedeutung: keiner, keine, kein [Mandeson] [bzw.] keiner / niemand [Wendt (alte Auflage)] 2. μηδέν άγαν:...
  • ΜΗΔΕΝ, το...μηδέν, το 1.1) die Null 1.2) null [Zahlwort] 2) das Nichts [Anm.: μηδέν άγαν: s. unter μηδείς, -δεμία, -δέν (Z 2)] ...
  • ΜΗΚΟΣ, το...μήκος, το • Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης [...] ° ~Auf der ganzen Welt (Überall auf der Welt) […] [haben sich die Menschen daran gewöhnt,...
  • ΜΗΛΟ, το...μήλο, το 1. Grundbedeutung: der Apfel 2. Spezialbedeutung: καθένα από τα δύο κυρτά και προεξέχοντα τμήματα των παρειών κάτω από τους κροτάφους [ΛΜΠ] – π.χ.:...