μετωνυμία, η


- σχήμα λόγου, κατά το οποίο αντί για τη λέξη που απαιτείται χρησιμοποιείται άλλη, με την οποία υπάρχει στενή σχέση, π.χ. "στέγη" αντί "σπίτι", "τάφος" αντί "θάνατος" κ.λπ.  [ΛΜΠ]

- σχήμα λόγου κατά το οποίο μια έννοια εκφράζεται με λέξη που δηλώνει άλλη έννοια, η οποία όμως έχει σχέση στενά με την πρώτη, π.χ. ο δημιουργός με το δημιούργημά του, το περιέχον με το περιεχόμενο, το αφηρημένο με το συγκεκριμένο· [...], π.χ. "Όμηρος" αντί "ομηρικά ποιήματα", "Aθήνα” αντί "Aθηναίοι"  [ΛΚΝ]


Vgl. auch den Ausdruck μετωνυμικό σχήμα, verwendet von Σαλταπήδας (ΓΜ, S 61) in Kommentierung der französischen Übersetzung der Verszeile "Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες" in einem Elytis-Gedicht:

Στα ελληνικά η γειτνίαση των λέξεων "αμπέλια" και "θάλασσες" οφείλεται είτε σε παρατακτική σύνταξη, έτσι ώστε να έχουμε την απόλυτη ταύτιση των δύο ουσιαστικών είτε στη χρήση ενός μετωνυμικού σχήματος, σύμφωνα με το οποίο έχουμε "αμπέλια σαν θάλασσες" και "θάλασσες σαν αμπέλια". Εδώ ο Levesque [= ο μεταφραστής] δεν διάλεξε ούτε το ένα ούτε το άλλο και μετέφρασε "Δρασκελίζοντας τους ωκεανούς των αμπελιών" ("Enjambant des océans de vignes").


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ, το...μεταναστευτικό, το = die Migrationsproblematik [GF+DF aus: Πέτρος Μάρκαρης προς Θόδωρο Αγγελόπουλο] ...
  • ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ...μετανιώνω (auch: μετανοιώνω) a) bereuen b) es sich anders überlegen / [vom ursprünglichen Vorhaben] (wieder) abkommen: • Στο τέλος Ιουλίου,...
  • ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ, η...μεταπολίτευση, η (auch: Μεταπολίτευση, η) 1. Bedeutung allgemein: πολύ σοβαρή πολιτική μεταβολή και ιδίως αλλαγή του πολιτεύματος σε μια χώρα [ΛΚΝ] 2....
  • ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...μεταπτυχιακός, -ή, -ό s. unter προπτυχιακός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΤΕΡΙΖΙ, το...μετερίζι, το = das Bollwerk / die Bastion [Pons online] :...
  • ΜΕΤΕΡΧΟΜΑΙ...μετέρχομαι 1) ausüben (επάγγελμα) 2) anwenden (χρησιμο­ποιώ, εφαρμόζω) [Pons online] ...
  • ΜΕΤΟΙΚΟΣ, ο...μέτοικος, ο Όλοι οι ξένοι που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην [αρχαία] Αθήνα σαν τραπεζίτες, έμποροι, βιομήχανοι κ.λπ. λέγονταν μέτοικοι....
  • ΜΕΤΡΟ, το (Ι) (= μέτρο, το)...μέτρο, το [Anm.: το μέτρο ist zu unterscheiden von: το μετρό!] 1. Grundbedeutungen: a) das Maß b) die Maßnahme c) der Meter 2. zur Deklination bei Maßangaben:...
  • ΜΕΤΡΟ, το (ΙΙ) (= μετρό, το)...μετρό, το [Anm.: το μετρό ist zu unterscheiden von: το μέτρο!] = die U-Bahn ...
  • ΜΕΤΡΩ...μετρώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) messen b) zählen 2. Spezialbedeutung: "μετρώ" hat zuweilen wohl nicht so sehr die Bedeutung des tatsächlichen Zählens (bzw....
Nachher:
  • ΜΕΧΡΙ...μέχρι 1. Zur Unterscheidung von μέχρι που einerseits und μέχρι να (bzw. bei Καρζής: μέχρι που να) andererseits: Μπαμπινιώτης, S 1101: μέχρι που: μέχρι να:...
  • ΜΗ...μη s. μην ...
  • ΜΗΔΕΙΣ, -δεμία, -δέν...μηδείς, -δεμία, -δέν [Pronomen / αντωνυμία] 1. Grundbedeutung: keiner, keine, kein [Mandeson] [bzw.] keiner / niemand [Wendt (alte Auflage)] 2. μηδέν άγαν:...
  • ΜΗΔΕΝ, το...μηδέν, το 1.1) die Null 1.2) null [Zahlwort] 2) das Nichts [Anm.: μηδέν άγαν: s. unter μηδείς, -δεμία, -δέν (Z 2)] ...
  • ΜΗΚΟΣ, το...μήκος, το • Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης [...] ° ~Auf der ganzen Welt (Überall auf der Welt) […] [haben sich die Menschen daran gewöhnt,...
  • ΜΗΛΟ, το...μήλο, το 1. Grundbedeutung: der Apfel 2. Spezialbedeutung: καθένα από τα δύο κυρτά και προεξέχοντα τμήματα των παρειών κάτω από τους κροτάφους [ΛΜΠ] – π.χ.:...
  • ΜΗΝ [bzw.] ΜΗ...μην [bzw.] μη Übersicht: 1. Wortart 2. Zur Unterscheidung μην – μη 3. Bedeutung u.a.: για να μην 4. μη(ν) nach Verben (bzw. Hauptwörtern), die Befürchtung,...
  • ΜΗΝΑΣ, ο...μήνας, ο με το μήνα: • Άφησα το ξενοδοχείο, νοίκιασα ένα σπίτι με το μήνα. ° Ich ließ das Hotel [= zog aus dem Hotel aus], mietete monatsweise ein Haus....
  • ΜΗΠΩΣ...μήπως (auch: μήπως και) Bedeutungsübersicht: 1) (dass) … könnte(n) / (dass) … (womöglich) würde(n) // vielleicht (könnte/n) [etc.] 2) für den Fall,...