μικροκαμωμένος, -η, -ο
• Η Ζυλιέτ [...] ήταν ακόμη πιο μικροκαμωμένη απ’ όσο θυμόμουν. ° Juliette […] war noch zierlicher, als ich es in Erinnerung hatte. [GF+DF aus: Όσες φορές]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΜΗΔΕΙΣ, -δεμία, -δέν...μηδείς, -δεμία, -δέν [Pronomen / αντωνυμία] 1. Grundbedeutung: keiner, keine, kein [Mandeson] [bzw.] keiner / niemand [Wendt (alte Auflage)] 2. μηδέν άγαν:...
- ΜΗΔΕΝ, το...μηδέν, το 1.1) die Null 1.2) null [Zahlwort] 2) das Nichts [Anm.: μηδέν άγαν: s. unter μηδείς, -δεμία, -δέν (Z 2)] ...
- ΜΗΚΟΣ, το...μήκος, το • Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης [...] ° ~Auf der ganzen Welt (Überall auf der Welt) […] [haben sich die Menschen daran gewöhnt,...
- ΜΗΛΟ, το...μήλο, το 1. Grundbedeutung: der Apfel 2. Spezialbedeutung: καθένα από τα δύο κυρτά και προεξέχοντα τμήματα των παρειών κάτω από τους κροτάφους [ΛΜΠ] – π.χ.:...
- ΜΗΝ [bzw.] ΜΗ...μην [bzw.] μη Übersicht: 1. Wortart 2. Zur Unterscheidung μην – μη 3. Bedeutung u.a.: για να μην 4. μη(ν) nach Verben (bzw. Hauptwörtern), die Befürchtung,...
- ΜΗΝΑΣ, ο...μήνας, ο με το μήνα: • Άφησα το ξενοδοχείο, νοίκιασα ένα σπίτι με το μήνα. ° Ich ließ das Hotel [= zog aus dem Hotel aus], mietete monatsweise ein Haus....
- ΜΗΠΩΣ...μήπως (auch: μήπως και) Bedeutungsübersicht: 1) (dass) … könnte(n) / (dass) … (womöglich) würde(n) // vielleicht (könnte/n) [etc.] 2) für den Fall,...
- ΜΗΧΑΝΑΚΙ, το...μηχανάκι, το = das Moped [Pons online] ...
- ΜΙΑ...μία [bzw.] μια 1. μια και ° αφού [ΛΔΗ] / επειδή [ΛΔΗ] // da * / weil ** / denn * / denn schließlich ** *[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως // Σκούρτης:...
- ΜΙΚΡΟΔΕΙΧΝΩ...μικροδείχνω • Σ’ εμάς μικροδείχνεις, σ’ αυτούς μεγαλοδείχνεις – πόσο είσαι; ° Uns kommst du jünger vor,...
Nachher:
- ΜΙΚΡΟΥΛΑ, η...μικρούλα, η • η μικρούλα ° das Mäderl / das kleine Mädchen [im konkreten Text:...
- ΜΙΛΩ...μιλώ (-άς [bzw. lt. ΛΜΠ selten auch:] -είς) 1. Grundbedeutung: sprechen, reden 2....
- ΜΙΞΑΡΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μιξαρισμένος, -η, -ο • Διπλό cd που σας προσφέρει στιγμές από "live" εμφανίσεις του Στέλιου Ρόκκου....
- ΜΙΣΘΩΤΗΣ, ο...μισθωτής, ο = 1) der Mieter // 2) der Pächter [Anm.: ο μισθωτής ist zu unterscheiden von: ο μισθωτός (= die Arbeitskraft, der Beschäftigte, der Arbeitnehmer)!...
- ΜΙΣΘΩΤΟΣ, ο...μισθωτός, ο = die Arbeitskraft, der Beschäftigte, der Arbeitnehmer [Anm.: ο μισθωτός ist zu unterscheiden von: ο μισθωτής (= der Mieter [bzw.] der Pächter)!...
- ΜΙΣΟ+...μισο+ [bzw.] μισό+ [als Vorsilbe] • Έπειτα, μια μέρα είπε στην Έλσα, μισογελώντας: [...] ° Dann sagte er eines Tages mit einem leichten Lachen zu Elsa:...
- ΜΙΣΟΓΙΟΜΟΣ, -η, -ο...μισόγιομος, -η, -ο • ένα μισόγιομο φεγγάρι φώτιζε τους θάμνους ° ein "halbvoller" Mond [= vermutl.:...
- ΜΙΣΟΛΟΓΑ, τα...μισόλογα, τα • κάτι μισόλογα, κάτι ματιές ανάμεσα νύφη και πεθερά ° Andeutungen, [sowie] gewisse Blicke zwischen Schwiegertochter und Schwiegermutter [GF+DF aus:...
- ΜΙΣΟΣ, -ή, -ό...μισός, -ή, -ό 1. στα μισά: • Στα μισά της λεωφόρου που στολισμένη από πλατάνια και φλαμουριές, [......