μισθωτής, ο


=  1) der Mieter  //  2) der Pächter


[Anm.: ο μισθωτής ist zu unterscheiden von: ο μισθωτός (= die Arbeitskraft, der Beschäftigte, der Arbeitnehmer)!]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΗΝ [bzw.] ΜΗ...μην [bzw.] μη Übersicht: 1. Wortart 2. Zur Unterscheidung μην – μη 3. Bedeutung u.a.: για να μην 4. μη(ν) nach Verben (bzw. Hauptwörtern), die Befürchtung,...
  • ΜΗΝΑΣ, ο...μήνας, ο με το μήνα: • Άφησα το ξενοδοχείο, νοίκιασα ένα σπίτι με το μήνα. ° Ich ließ das Hotel [= zog aus dem Hotel aus], mietete monatsweise ein Haus....
  • ΜΗΠΩΣ...μήπως (auch: μήπως και) Bedeutungsübersicht: 1) (dass) … könnte(n) / (dass) … (womöglich) würde(n) // vielleicht (könnte/n) [etc.] 2) für den Fall,...
  • ΜΗΧΑΝΑΚΙ, το...μηχανάκι, το = das Moped [Pons online] ...
  • ΜΙΑ...μία [bzw.] μια 1. μια και ° αφού [ΛΔΗ] / επειδή [ΛΔΗ] // da * / weil ** / denn * / denn schließlich ** *[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως // Σκούρτης:...
  • ΜΙΚΡΟΔΕΙΧΝΩ...μικροδείχνω • Σ’ εμάς μικροδείχνεις, σ’ αυτούς μεγαλοδείχνεις – πόσο είσαι; ° Uns kommst du jünger vor,...
  • ΜΙΚΡΟΚΑΜΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μικροκαμωμένος, -η, -ο • Η Ζυλιέτ [...] ήταν ακόμη πιο μικροκαμωμένη απ’ όσο θυμόμουν. ° Juliette […] war noch zierlicher, als ich es in Erinnerung hatte....
  • ΜΙΚΡΟΥΛΑ, η...μικρούλα, η • η μικρούλα ° das Mäderl / das kleine Mädchen [im konkreten Text:...
  • ΜΙΛΩ...μιλώ (-άς [bzw. lt. ΛΜΠ selten auch:] -είς) 1. Grundbedeutung: sprechen, reden 2....
  • ΜΙΞΑΡΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μιξαρισμένος, -η, -ο • Διπλό cd που σας προσφέρει στιγμές από "live" εμφανίσεις του Στέλιου Ρόκκου....
Nachher:
  • ΜΙΣΘΩΤΟΣ, ο...μισθωτός, ο = die Arbeitskraft, der Beschäftigte, der Arbeitnehmer [Anm.: ο μισθωτός ist zu unterscheiden von: ο μισθωτής (= der Mieter [bzw.] der Pächter)!...
  • ΜΙΣΟ+...μισο+ [bzw.] μισό+ [als Vorsilbe] • Έπειτα, μια μέρα είπε στην Έλσα, μισογελώντας: [...] ° Dann sagte er eines Tages mit einem leichten Lachen zu Elsa:...
  • ΜΙΣΟΓΙΟΜΟΣ, -η, -ο...μισόγιομος, -η, -ο • ένα μισόγιομο φεγγάρι φώτιζε τους θάμνους ° ein "halbvoller" Mond [= vermutl.:...
  • ΜΙΣΟΛΟΓΑ, τα...μισόλογα, τα • κάτι μισόλογα, κάτι ματιές ανάμεσα νύφη και πεθερά ° Andeutungen, [sowie] gewisse Blicke zwischen Schwiegertochter und Schwiegermutter [GF+DF aus:...
  • ΜΙΣΟΣ, -ή, -ό...μισός, -ή, -ό 1. στα μισά: • Στα μισά της λεωφόρου που στολισμένη από πλατάνια και φλαμουριές, [......
  • ΜΙΣΟΣ, το...μίσος, το BS für die Verwendung im Plural ("τα μίση"): • Όλοι οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι. Δεν υπήρχαν πόλεμοι, μίση και πάθη ούτε πλούσιοι και φτωχοί. [Νατσ.,...
  • ΜΙΣΩ...μισώ (-είς) μισώ θανάσιμα: s. unter θανάσιμος, -η, -ο (Z 2) ...
  • ΜΝΗΜΗ, η...μνήμη, η • ανακατεύοντας τώρα και παιδικές μνήμες απ’ την άλλη κόρη της, την Ροδάνθη ° jetzt auch Erinnerungen aus der Kindheit ihrer anderen Tochter, Rodanthe,...
  • ΜΝΗΜΟΝΙΟ, το...μνημόνιο,...