BLUTSPUR, die


• Blutspuren  °  ίχνη από αίμα


Weitere Wörter:

Vorher
  • BLUTFLECK, der... = η κηλίδα αίματος:...
  • BLUTGRUPPE, die... = η ομάδα αίματος ...
  • BLUTHOCHDRUCK, der... = η υπέρταση: • an Bluthochdruck leiden ° υποφέρω από υπέρταση ...
  • BLUTIG... 1) [mit Blut bedeckt, befleckt etc.]: ματωμένος, -η, -ο:...
  • BLUTKÖRPERCHEN, das... = το αιμοσφαίριο: • die roten Blutkörperchen ° τα ερυθρά αιμοσφαίρια (Gen.:...
  • BLUTLACKE, die... • die Blutlacke ° η λιμνούλα αίματος [bzw....
  • BLUTPROBE, die... = το δείγμα αίματος ...
  • BLUTROT... = κατακόκκινος, -η, -ο ...
  • BLUTSPENDE, die... = η αιμοδοσία ...
  • BLUTSPENDER, der / BLUTSPENDERIN, die... 1) der Blutspender ° ο αιμοδότης 2) die Blutspenderin ° η αιμοδότρια ...
Nachher:
  • BLUTSTILLEND... • der blutstillende Verband [in der Ersten Hilfe] ° ο αιμοστατικός επίδεσμος ...
  • BLUTTRANSFUSION, die... = η μετάγγιση αίματος (Pl.: οι μεταγγίσεις αίματος) ...
  • BLUTÜBERSTRÖMT... = καταματωμένος, -η, -ο // αιμόφυρτος, -η, -ο // πλημμυρισμένος (-η, -ο) στο αίμα ...
  • BLUTUNG, die... = η αιμορραγία: • Es trat keine Blutung [der Wunde] auf. / Es gab keine Blutung [der Wunde]. ° Δεν παρουσιάστηκε αιμορραγία....
  • BLUTVERGIESSEN (Blutvergießen), das... = η αιματοχυσία ...
  • BLUTVERGIFTUNG, die... = η σηψαιμία ...
  • BLUTWÄSCHE, die... (Dialyse, die) [bei Nierenerkrankungen] = η αιμοκάθαρση ...
  • BLUTWURST, die... • Blutwürste mit gekochtem Sauerkraut ° λουκάνικα από αίμα με βραστό ξινολάχανο ...
  • BLUTZOLL, der... = ο φόρος αίματος: • Böotien [sc....