BUCHSTÄBLICH

[Adverb]


1) κυριολεκτικά:

• Ich habe es innerhalb eines Abends buchstäblich (im wahrsten Sinne des Wortes) ver­schlungen. [sc. das Buch / το βιβλίο]  °  Το ρούφηξα κυριολεκτικά μέσα σε μια βραδιά.


2) στην κυριολεξία:

• Sie war [vor Verblüffung] buchstäblich (im wahrsten Sinne des Wortes) sprachlos.  °  Είχε μείνει στην κυριολεξία άφωνη.

• Sie schlugen ihn [sc. ihren Mitschüler] einfach (deshalb), weil sie seinen Mangel an Selbst­vertrauen buchstäblich (förmlich) rochen (= riechen konnten).  °  Τον χτυπούσαν απλά γιατί μυρίζονταν στην κυριολεξία την έλλειψη αυτοπεποίθησής του.



Weitere Wörter:

Vorher
Nachher:
  • BUCHT, die... [eines Meeres oder eines sonstigen Gewässers] = ο κόλπος ...
  • BUCHUNG, die... 1) η κράτηση: • Für Auskünfte und [Reise-]Buchungen wenden Sie sich an [...] ° Για πληροφορίες και κρατήσεις, απευθυνθείτε σε [...] 2) Sonstiges:...
  • BUCKELN... • Ich erkläre Beyer [...], dass es nicht gut ist, wenn eine Zeitung vor ihren [Anzeigen-]Kun­­den buckelt. ° Εξηγώ στον Μπάγερ [......
  • BÜCKEN... 1) sich bücken: σκύβω 2) das Bücken ° το σκύψιμο:...
  • BUDAPEST... = η Βουδαπέστη [Anm.: vgl. Bukarest = το Βουκουρέστι, also Neutrum!] ...
  • BUDDHA [bzw.] BUDDHA, der... 1) Buddha [Religionsstifter] ° ο Βούδας 2) der Buddha [Verkünder der Lehre des gleichnamigen Religionsstifters; Statue] ° ο Βούδας (Pl....
  • BUDDHISMUS, der... = ο βουδισμός [bzw.] ο Βουδισμός [auch: ο Βουδδισμός] ...
  • BUDDHIST, der / BUDDHISTIN, die... 1) der Buddhist ° ο βουδιστής 2) die Buddhistin ° η βουδίστρια ...
  • BUDDHISTISCH... 1) [personenbezogen]: βουδιστής / βουδίστρια: • der buddhistische Mönch ° ο βουδιστής μοναχός [bzw. auch]:...