BULLETIN, das


• das ärztliche Bulletin / das ärztliche Kommuniqué [über den Gesundheitszustand des pro­minenten Patienten]  °  το ιατρικό ανακοινωθέν


Weitere Wörter:

Vorher
  • BÜHNENARBEITER, der... [in Theater, Οper etc.] = ο εργάτης σκηνής ...
  • BÜHNENBILD, das... [in Theater, Oper etc.] = τα σκηνικά ...
  • BÜHNENBILDNER, der / BÜHNENBILDNERIN, die... [in Theater, Oper etc.] 1) der Bühnenbildner ° ο σκηνογράφος [Anm.: vgl.:...
  • BÜHNENEINGANG, der [bzw.] BÜHNENAUSGANG, der... [eines Theaters] s. Bühnentür, die ...
  • BÜHNENTÜR, die... (Bühneneingang [bzw.] Bühnenausgang, der) [eines Theaters] = η πόρτα των παρασκηνίων ...
  • BUKAREST... = το Βουκουρέστι (Gen.: του Βουκουρεστίου) [Anm.: vgl. Budapest = η Βουδαπέστη, also Femininum!] ...
  • BULGARE, der / BULGARIN die... 1) der Bulgare ° ο Βούλγαρος (Gen.: του Βούλγαρου) (Pl.: οι Βούλγαροι / Akk.: τους Βούλγαρους [bzw....
  • BULGARIEN... = η Βουλγαρία ...
  • BULGARISCH... 1) [personenbezogen]: βούλγαρος / βουλγάρα: • bulgarische Gewichtheber [Akk.] ° Βούλγαρους αρσιβαρίστες 2) [sachbezogen]: βουλγαρικός, -ή, -ό ([bzw....
  • BULLE, der... 1) [alternativer Ausdruck für: Stier (erwachsenes männliches Rind)]: ο ταύρος 2) [als abfällige Bezeichnung für einen Polizisten]: ο μπάτσος:...
Nachher:
  • BUMMELN... s. schlendern ...
  • BUND, der... • der Deutsche Gewerkschaftsbund (DGB) ° ο Σύνδεσμος Γερμανικών Συνδικάτων [bzw....
  • BÜNDEL, das... 1) η δέσμη:...
  • BUNDES+... 1) die Bundesbahn: • die Österreichischen Bundesbahnen (ÖBB) ° οι Αυστριακοί Ομοσπονδιακοί Σιδηρόδρομοι 2) der Bundeskanzler [zB....
  • BUNDESWEIT... vgl. landesweit ...
  • BÜNDNIS, das... 1) η συμμαχία: • das Nordatlantische Bündnis [sc. die NATO] ° η Βορειοατλαντική Συμμαχία • die zwei Militärbündnisse [sc....
  • BUNT... = πολύχρωμος, -η, -ο ...
  • BUNTSTIFT, der... (Farbstift, der) = το χρωματιστό μολύβι ...
  • BÜRDE, die... = το βάρος ...