BUNDESWEIT


vgl. landesweit 


Weitere Wörter:

Vorher
  • BUKAREST... = το Βουκουρέστι (Gen.: του Βουκουρεστίου) [Anm.: vgl. Budapest = η Βουδαπέστη, also Femininum!] ...
  • BULGARE, der / BULGARIN die... 1) der Bulgare ° ο Βούλγαρος (Gen.: του Βούλγαρου) (Pl.: οι Βούλγαροι / Akk.: τους Βούλγαρους [bzw....
  • BULGARIEN... = η Βουλγαρία ...
  • BULGARISCH... 1) [personenbezogen]: βούλγαρος / βουλγάρα: • bulgarische Gewichtheber [Akk.] ° Βούλγαρους αρσιβαρίστες 2) [sachbezogen]: βουλγαρικός, -ή, -ό ([bzw....
  • BULLE, der... 1) [alternativer Ausdruck für: Stier (erwachsenes männliches Rind)]: ο ταύρος 2) [als abfällige Bezeichnung für einen Polizisten]: ο μπάτσος:...
  • BULLETIN, das...BULLETIN,...
  • BUMMELN... s. schlendern ...
  • BUND, der... • der Deutsche Gewerkschaftsbund (DGB) ° ο Σύνδεσμος Γερμανικών Συνδικάτων [bzw....
  • BÜNDEL, das... 1) η δέσμη:...
  • BUNDES+... 1) die Bundesbahn: • die Österreichischen Bundesbahnen (ÖBB) ° οι Αυστριακοί Ομοσπονδιακοί Σιδηρόδρομοι 2) der Bundeskanzler [zB....
Nachher:
  • BÜNDNIS, das... 1) η συμμαχία: • das Nordatlantische Bündnis [sc. die NATO] ° η Βορειοατλαντική Συμμαχία • die zwei Militärbündnisse [sc....
  • BUNT... = πολύχρωμος, -η, -ο ...
  • BUNTSTIFT, der... (Farbstift, der) = το χρωματιστό μολύβι ...
  • BÜRDE, die... = το βάρος ...
  • BURG, die... 1) το κάστρο: • die Ritterburg ° το κάστρο των ιπποτών 2) ο πύργος [Anm.: vgl. aber auch den Titel eines Bildbandes:...
  • BÜRGER, der / BÜRGERIN, die... 1) der Bürger ° ο πολίτης:...
  • BÜRGERINITIATIVE, die... [als Gruppierung] = η ομάδα πρωτοβουλίας πολιτών ...
  • BÜRGERKRIEG, der... = ο εμφύλιος πόλεμος ...
  • BÜRGERLICH... 1) [personenbezogen]: αστός / αστή: • Der große bürgerliche Wissenschaftler Schumpeter meint, dass der Kapitalismus im 13. Jahrhundert entstanden sei....