BÜRGER, der / BÜRGERIN, die 


1) der Bürger  °  ο πολίτης:

• die [US-]amerikanischen Bürger  °  οι αμερικανοί πολίτες

• die Unionsbürger (= die Bürger der EU)  °  οι πολίτες της ΕΕ


2) die Bürgerin  °  η πολίτης   [Anm.: so etwa ΛΚΝ und Pons online; ΛΜΠ verzeichnet keine weibliche Form]


Weitere Wörter:

Vorher
  • BUMMELN... s. schlendern ...
  • BUND, der... • der Deutsche Gewerkschaftsbund (DGB) ° ο Σύνδεσμος Γερμανικών Συνδικάτων [bzw....
  • BÜNDEL, das... 1) η δέσμη:...
  • BUNDES+... 1) die Bundesbahn: • die Österreichischen Bundesbahnen (ÖBB) ° οι Αυστριακοί Ομοσπονδιακοί Σιδηρόδρομοι 2) der Bundeskanzler [zB....
  • BUNDESWEIT... vgl. landesweit ...
  • BÜNDNIS, das... 1) η συμμαχία: • das Nordatlantische Bündnis [sc. die NATO] ° η Βορειοατλαντική Συμμαχία • die zwei Militärbündnisse [sc....
  • BUNT... = πολύχρωμος, -η, -ο ...
  • BUNTSTIFT, der... (Farbstift, der) = το χρωματιστό μολύβι ...
  • BÜRDE, die... = το βάρος ...
  • BURG, die... 1) το κάστρο: • die Ritterburg ° το κάστρο των ιπποτών 2) ο πύργος [Anm.: vgl. aber auch den Titel eines Bildbandes:...
Nachher:
  • BÜRGERINITIATIVE, die... [als Gruppierung] = η ομάδα πρωτοβουλίας πολιτών ...
  • BÜRGERKRIEG, der... = ο εμφύλιος πόλεμος ...
  • BÜRGERLICH... 1) [personenbezogen]: αστός / αστή: • Der große bürgerliche Wissenschaftler Schumpeter meint, dass der Kapitalismus im 13. Jahrhundert entstanden sei....
  • BÜRGERMEISTER, der / BÜRGERMEISTERIN, die... 1) der Bürgermeister ° ο δήμαρχος 2) die Bürgermeisterin ° η δήμαρχος:...
  • BURGUND... = η Βουργουνδία ...
  • BURMA... (auch: Birma) [nunmehr: Myanmar] = η Βιρμανία ...
  • BURMESE, der / BURMESIN, die... 1) der Burmese ° ο Βιρμανός [bzw.] ο Βιρμανέζος 2) die Burmesin ° η Βιρμανή ...
  • BURMESISCH... (auch: birmanisch) 1) [personenbezogen]: βιρμανός / βιρμανή 2) [sachbezogen]: βιρμανικός, -ή, -ό // [Sprache]:...
  • BÜRO, das... = το γραφείο: • Frau M. ist übermorgen wieder im Büro [wörtl: wird übermorgen wieder im Büro sein]. ° Η κυρία Μ. θα είναι πάλι μεθαύριο στο γραφείο....