BURMESE, der / BURMESIN, die
1) der Burmese ° ο Βιρμανός [bzw.] ο Βιρμανέζος
2) die Burmesin ° η Βιρμανή
Weitere Wörter:
Vorher
- BUNTSTIFT, der... (Farbstift, der) = το χρωματιστό μολύβι ...
- BÜRDE, die... = το βάρος ...
- BURG, die... 1) το κάστρο: • die Ritterburg ° το κάστρο των ιπποτών 2) ο πύργος [Anm.: vgl. aber auch den Titel eines Bildbandes:...
- BÜRGER, der / BÜRGERIN, die... 1) der Bürger ° ο πολίτης:...
- BÜRGERINITIATIVE, die... [als Gruppierung] = η ομάδα πρωτοβουλίας πολιτών ...
- BÜRGERKRIEG, der... = ο εμφύλιος πόλεμος ...
- BÜRGERLICH... 1) [personenbezogen]: αστός / αστή: • Der große bürgerliche Wissenschaftler Schumpeter meint, dass der Kapitalismus im 13. Jahrhundert entstanden sei....
- BÜRGERMEISTER, der / BÜRGERMEISTERIN, die... 1) der Bürgermeister ° ο δήμαρχος 2) die Bürgermeisterin ° η δήμαρχος:...
- BURGUND... = η Βουργουνδία ...
- BURMA... (auch: Birma) [nunmehr: Myanmar] = η Βιρμανία ...
Nachher:
- BURMESISCH... (auch: birmanisch) 1) [personenbezogen]: βιρμανός / βιρμανή 2) [sachbezogen]: βιρμανικός, -ή, -ό // [Sprache]:...
- BÜRO, das... = το γραφείο: • Frau M. ist übermorgen wieder im Büro [wörtl: wird übermorgen wieder im Büro sein]. ° Η κυρία Μ. θα είναι πάλι μεθαύριο στο γραφείο....
- BÜROGEBÄUDE, das... 1) το κτίριο γραφείων 2) το συγκρότημα γραφείων:...
- BÜROKLAMMER, die... = ο συνδετήρας ...
- BÜROKRATIE, die... = η γραφειοκρατία ...
- BÜROKRATISCH... = γραφειοκρατικός, -ή, -ό: • die bürokratischen Hürden (Hindernisse) [zB....
- BÜROKRATISIERUNG, die... = η γραφειοκρατικοποίηση ...
- BÜROMATERIAL, das... = τα υλικά γραφείου ...
- BÜROMÖBEL, die... = τα έπιπλα γραφείου ...