BÜRO, das
= το γραφείο:
• Frau M. ist übermorgen wieder im Büro [wörtl: wird übermorgen wieder im Büro sein]. ° Η κυρία Μ. θα είναι πάλι μεθαύριο στο γραφείο.
• Es war Sonntag. Ich musste nicht ins Büro [sc.: zur Arbeit] (gehen). ° Ήταν Κυριακή. Δεν είχα γραφείο.
[Anm.: το γραφείο bedeutet auch: der Schreibtisch]
Weitere Wörter:
Vorher
- BURG, die... 1) το κάστρο: • die Ritterburg ° το κάστρο των ιπποτών 2) ο πύργος [Anm.: vgl. aber auch den Titel eines Bildbandes:...
- BÜRGER, der / BÜRGERIN, die... 1) der Bürger ° ο πολίτης:...
- BÜRGERINITIATIVE, die... [als Gruppierung] = η ομάδα πρωτοβουλίας πολιτών ...
- BÜRGERKRIEG, der... = ο εμφύλιος πόλεμος ...
- BÜRGERLICH... 1) [personenbezogen]: αστός / αστή: • Der große bürgerliche Wissenschaftler Schumpeter meint, dass der Kapitalismus im 13. Jahrhundert entstanden sei....
- BÜRGERMEISTER, der / BÜRGERMEISTERIN, die... 1) der Bürgermeister ° ο δήμαρχος 2) die Bürgermeisterin ° η δήμαρχος:...
- BURGUND... = η Βουργουνδία ...
- BURMA... (auch: Birma) [nunmehr: Myanmar] = η Βιρμανία ...
- BURMESE, der / BURMESIN, die... 1) der Burmese ° ο Βιρμανός [bzw.] ο Βιρμανέζος 2) die Burmesin ° η Βιρμανή ...
- BURMESISCH... (auch: birmanisch) 1) [personenbezogen]: βιρμανός / βιρμανή 2) [sachbezogen]: βιρμανικός, -ή, -ό // [Sprache]:...
Nachher:
- BÜROGEBÄUDE, das... 1) το κτίριο γραφείων 2) το συγκρότημα γραφείων:...
- BÜROKLAMMER, die... = ο συνδετήρας ...
- BÜROKRATIE, die... = η γραφειοκρατία ...
- BÜROKRATISCH... = γραφειοκρατικός, -ή, -ό: • die bürokratischen Hürden (Hindernisse) [zB....
- BÜROKRATISIERUNG, die... = η γραφειοκρατικοποίηση ...
- BÜROMATERIAL, das... = τα υλικά γραφείου ...
- BÜROMÖBEL, die... = τα έπιπλα γραφείου ...
- BÜROPOSTEN, der // BÜROJOB, der... = η θέση γραφείου: • Ich hätte dich irgendwo auf einem Büroposten untergebracht....
- BÜROSCHLUSS, der... • zwischen Büroschluss und Abendessen ° ανάμεσα στο σχόλασμα απ’ το γραφείο και το δείπνο [DF+GF aus: Hauptmann:...