BÜROKRATISCH


=  γραφειοκρατικός, -ή, -ό:

• die bürokratischen Hürden (Hindernisse) [zB. bei (der Abwicklung) einer Adoption]  °  τα γραφειοκρατικά κωλύματα


Weitere Wörter:

Vorher
  • BÜRGERLICH... 1) [personenbezogen]: αστός / αστή: • Der große bürgerliche Wissenschaftler Schumpeter meint, dass der Kapitalismus im 13. Jahrhundert entstanden sei....
  • BÜRGERMEISTER, der / BÜRGERMEISTERIN, die... 1) der Bürgermeister ° ο δήμαρχος 2) die Bürgermeisterin ° η δήμαρχος:...
  • BURGUND... = η Βουργουνδία ...
  • BURMA... (auch: Birma) [nunmehr: Myanmar] = η Βιρμανία ...
  • BURMESE, der / BURMESIN, die... 1) der Burmese ° ο Βιρμανός [bzw.] ο Βιρμανέζος 2) die Burmesin ° η Βιρμανή ...
  • BURMESISCH... (auch: birmanisch) 1) [personenbezogen]: βιρμανός / βιρμανή 2) [sachbezogen]: βιρμανικός, -ή, -ό // [Sprache]:...
  • BÜRO, das... = το γραφείο: • Frau M. ist übermorgen wieder im Büro [wörtl: wird übermorgen wieder im Büro sein]. ° Η κυρία Μ. θα είναι πάλι μεθαύριο στο γραφείο....
  • BÜROGEBÄUDE, das... 1) το κτίριο γραφείων 2) το συγκρότημα γραφείων:...
  • BÜROKLAMMER, die... = ο συνδετήρας ...
  • BÜROKRATIE, die... = η γραφειοκρατία ...
Nachher:
  • BÜROKRATISIERUNG, die... = η γραφειοκρατικοποίηση ...
  • BÜROMATERIAL, das... = τα υλικά γραφείου ...
  • BÜROMÖBEL, die... = τα έπιπλα γραφείου ...
  • BÜROPOSTEN, der // BÜROJOB, der... = η θέση γραφείου: • Ich hätte dich irgendwo auf einem Büroposten untergebracht....
  • BÜROSCHLUSS, der... • zwischen Büroschluss und Abendessen ° ανάμεσα στο σχόλασμα απ’ το γραφείο και το δείπνο [DF+GF aus: Hauptmann:...
  • BÜROSTUNDEN, die // BÜROZEITEN, die...BÜROSTUNDEN, die // BÜROZEITEN,...
  • BÜROTURM, der... • dutzende moderne Bürotürme [sc. Büro-Hochhäuser] ° δεκάδες σύγχρονοι πύργοι γραφείων ...
  • BURSA... [Stadt in der Türkei] = η Προύσσα ...
  • BURSCHIKOS... • burschikos / jungenhaft / knabenhaft [zB. der Haarschnitt einer Frau] ° αγορίστικος, ‑η, ‑ο ...