BÜROSTUNDEN, die // BÜROZEITEN, die


• zu den Bürostunden / zu den Bürozeiten [war er unter dieser Telefonnummer erreich­bar]  °  σε ώρες γραφείου


Weitere Wörter:

Vorher
  • BÜRO, das... = το γραφείο: • Frau M. ist übermorgen wieder im Büro [wörtl: wird übermorgen wieder im Büro sein]. ° Η κυρία Μ. θα είναι πάλι μεθαύριο στο γραφείο....
  • BÜROGEBÄUDE, das... 1) το κτίριο γραφείων 2) το συγκρότημα γραφείων:...
  • BÜROKLAMMER, die... = ο συνδετήρας ...
  • BÜROKRATIE, die... = η γραφειοκρατία ...
  • BÜROKRATISCH... = γραφειοκρατικός, -ή, -ό: • die bürokratischen Hürden (Hindernisse) [zB....
  • BÜROKRATISIERUNG, die... = η γραφειοκρατικοποίηση ...
  • BÜROMATERIAL, das... = τα υλικά γραφείου ...
  • BÜROMÖBEL, die... = τα έπιπλα γραφείου ...
  • BÜROPOSTEN, der // BÜROJOB, der... = η θέση γραφείου: • Ich hätte dich irgendwo auf einem Büroposten untergebracht....
  • BÜROSCHLUSS, der... • zwischen Büroschluss und Abendessen ° ανάμεσα στο σχόλασμα απ’ το γραφείο και το δείπνο [DF+GF aus: Hauptmann:...
Nachher:
  • BÜROTURM, der... • dutzende moderne Bürotürme [sc. Büro-Hochhäuser] ° δεκάδες σύγχρονοι πύργοι γραφείων ...
  • BURSA... [Stadt in der Türkei] = η Προύσσα ...
  • BURSCHIKOS... • burschikos / jungenhaft / knabenhaft [zB. der Haarschnitt einer Frau] ° αγορίστικος, ‑η, ‑ο ...
  • BURUNDI... = το Μπουρούντι ...
  • BUS, der... vgl. Autobus, der ...
  • BUS+... 1) [allgemein]: vgl. Autobus+ 2) die Busspur: s. eigenes Stichwort ...
  • BUSCH, der... • die Sträucher und (die) Büsche ° οι θάμνοι και τα χαμόδεντρα ...
  • BÜSCHEL, das... • ein Büschel Haare ° μια τούφα μαλλιά ...
  • BUSCHIG... • der buschige Schwanz [der Katze] ° η φουντωτή ουρά ...