BÜROPOSTEN, der // BÜROJOB, der


=  η θέση γραφείου:

• Ich hätte dich irgendwo auf einem Büroposten untergebracht. / Ich hätte dir irgendwo einen Büroposten (Bürojob) verschafft. [wenn ich dich (Arbeitsuchenden) ein paar Tage früher getroffen hätte]  °  Θα σε έβαζα κάπου σε θέση γραφείου.


Weitere Wörter:

Vorher
  • BURMESE, der / BURMESIN, die... 1) der Burmese ° ο Βιρμανός [bzw.] ο Βιρμανέζος 2) die Burmesin ° η Βιρμανή ...
  • BURMESISCH... (auch: birmanisch) 1) [personenbezogen]: βιρμανός / βιρμανή 2) [sachbezogen]: βιρμανικός, -ή, -ό // [Sprache]:...
  • BÜRO, das... = το γραφείο: • Frau M. ist übermorgen wieder im Büro [wörtl: wird übermorgen wieder im Büro sein]. ° Η κυρία Μ. θα είναι πάλι μεθαύριο στο γραφείο....
  • BÜROGEBÄUDE, das... 1) το κτίριο γραφείων 2) το συγκρότημα γραφείων:...
  • BÜROKLAMMER, die... = ο συνδετήρας ...
  • BÜROKRATIE, die... = η γραφειοκρατία ...
  • BÜROKRATISCH... = γραφειοκρατικός, -ή, -ό: • die bürokratischen Hürden (Hindernisse) [zB....
  • BÜROKRATISIERUNG, die... = η γραφειοκρατικοποίηση ...
  • BÜROMATERIAL, das... = τα υλικά γραφείου ...
  • BÜROMÖBEL, die... = τα έπιπλα γραφείου ...
Nachher:
  • BÜROSCHLUSS, der... • zwischen Büroschluss und Abendessen ° ανάμεσα στο σχόλασμα απ’ το γραφείο και το δείπνο [DF+GF aus: Hauptmann:...
  • BÜROSTUNDEN, die // BÜROZEITEN, die...BÜROSTUNDEN, die // BÜROZEITEN,...
  • BÜROTURM, der... • dutzende moderne Bürotürme [sc. Büro-Hochhäuser] ° δεκάδες σύγχρονοι πύργοι γραφείων ...
  • BURSA... [Stadt in der Türkei] = η Προύσσα ...
  • BURSCHIKOS... • burschikos / jungenhaft / knabenhaft [zB. der Haarschnitt einer Frau] ° αγορίστικος, ‑η, ‑ο ...
  • BURUNDI... = το Μπουρούντι ...
  • BUS, der... vgl. Autobus, der ...
  • BUS+... 1) [allgemein]: vgl. Autobus+ 2) die Busspur: s. eigenes Stichwort ...
  • BUSCH, der... • die Sträucher und (die) Büsche ° οι θάμνοι και τα χαμόδεντρα ...