LANDESWEIT


=  εθνικός, -ή, -ό  [bzw.]  σε εθνική κλίμακα:

• der erste landesweite [wörtl.: nationale] Streik in (= seit) fünfzig Jahren  °  η πρώτη εθνική απεργία σε πενήντα χρόνια

• Sie [sc. die in den europäischen Ländern durchgeführten nationalen Forschungs­arbei­ten zur Drogenproblematik] dienen der Ermittlung von Daten für die Beschreibung und das Verständnis der landesweiten Auswirkungen illegaler Drogen.  °  [...] και παρέχουν πληροφορίες ουσιαστικής σημασίας για την περιγραφή και την κατανόηση του αντίκτυπου των παράνομων ναρκωτικών σε εθνική κλίμακα.   [GF+DF aus einer Publikation der EU]


Weitere Wörter:

Vorher
  • LANDADEL, der... • englischer Landadel ° αγγλική επαρχιώτικη αριστοκρατία // αγγλική αριστοκρατία της υπαίθρου [DF + (beide) GF aus: Gaby Hauptmann:...
  • LANDAUSFLUG, der...LANDAUSFLUG,...
  • LANDBEVÖLKERUNG, die...LANDBEVÖLKERUNG,...
  • LANDBROT, das... (Bauernbrot, das) = το χωριατόψωμο ...
  • LANDEBAHN, die... [eines Flughafens] = ο διάδρομος προσγείωσης ...
  • LANDEN... 1) [Flugzeug]: προσγειώνομαι:...
  • LANDESHAUPTMANN, der... [eines österr. Bundeslandes] = ο κυβερνήτης της επαρχίας // ο κυβερνήτης του κρατιδίου:...
  • LANDESHAUPTSTADT, die... • Landeshauptstädte [sc. jene Österreichs] ° πρωτεύουσες επαρχιών ...
  • LANDESINNERES (das Landesinnere)... • im Landesinneren [sc. nicht am Meer] ° στην ενδοχώρα ...
  • LANDESREGIERUNG, die... [eines österr. Bundeslandes] = η επαρχιακή κυβέρνηση ...
Nachher: