LANDESHAUPTMANN, der
[eines österr. Bundeslandes]
= ο κυβερνήτης της επαρχίας // ο κυβερνήτης του κρατιδίου:
• der Landeshauptmann von Salzburg (des Bundeslandes Salzburg) ° ο κυβερνήτης της επαρχίας του Σάλτσμπουργκ
• der Landeshauptmann von Kärnten (des Bundeslandes Kärnten) ° ο κυβερνήτης του κρατιδίου του Καίρντεν
Weitere Wörter:
Vorher
- LÄMPCHEN, das... 1) η λυχνία:...
- LAMPE, die... 1) η λάμπα 2) Sonstiges: • die [kleine] Lampe [zB. auf dem Schreibtisch] ° το λαμπατέρ [Anm.:...
- LAMPION, der... • die Lampions ° τα λαμπιόνια [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
- LAND, das... 1) [im Gegensatz zur Stadt / ländliches Gebiet]: a) η εξοχή:...
- LANDADEL, der... • englischer Landadel ° αγγλική επαρχιώτικη αριστοκρατία // αγγλική αριστοκρατία της υπαίθρου [DF + (beide) GF aus: Gaby Hauptmann:...
- LANDAUSFLUG, der...LANDAUSFLUG,...
- LANDBEVÖLKERUNG, die...LANDBEVÖLKERUNG,...
- LANDBROT, das... (Bauernbrot, das) = το χωριατόψωμο ...
- LANDEBAHN, die... [eines Flughafens] = ο διάδρομος προσγείωσης ...
- LANDEN... 1) [Flugzeug]: προσγειώνομαι:...
Nachher:
- LANDESHAUPTSTADT, die... • Landeshauptstädte [sc. jene Österreichs] ° πρωτεύουσες επαρχιών ...
- LANDESINNERES (das Landesinnere)... • im Landesinneren [sc. nicht am Meer] ° στην ενδοχώρα ...
- LANDESREGIERUNG, die... [eines österr. Bundeslandes] = η επαρχιακή κυβέρνηση ...
- LANDESWEIT... = εθνικός, -ή, -ό [bzw.] σε εθνική κλίμακα: • der erste landesweite [wörtl.:...
- LANDFLUCHT, die... [sc. die Zuwanderung ländlicher Bevölkerung in die Städte] = η αστυφιλία ...
- LANDHAUS, das... = το εξοχικό (σπίτι):...
- LANDLEBEN, das... = η ζωή της υπαίθρου: • das englische Landleben ° η ζωή της αγγλικής υπαίθρου ...
- LÄNDLICH... 1) ... της υπαίθρου:...
- LANDMASCHINE, die... [zB. Traktor, Mähdrescher] = το αγροτικό μηχάνημα // το γεωργικό μηχάνημα (Pl.:...