LANDEN
1) [Flugzeug]: προσγειώνομαι:
• Tiefflug landender oder startender Flugzeuge ° χαμηλή πτήση προσγειουμένων ή απογειουμένων αεροσκαφών
2) [(endgültig) an einen bestimmten Ort gelangen]:
a) καταλήγω:
• alles landet im Papierkorb [sc.: es wird weggeworfen] ° τα πάντα καταλήγουν στο καλάθι αχρήστων
b) Sonstiges:
• Sie sagten zu mir, dass sie dafür sorgen werden, dass du im Jendí Koulé [Gefängnis in Thessaloniki] landest (dass du ins Jendí Koulé kommst) [iS von: dass du eingesperrt wirst]. ° Μου είπαν πως θα φροντίσουν να βρεθείς στο Γεντί Κουλέ.
3) Sonstiges:
• landen [ein Schiff]: s. unter anlegen (Z 5)
Weitere Wörter:
Vorher
- LAMMFLEISCH, das... 1) το αρνίσιο κρέας [bzw.] 2) [zB. im Restaurant]: το αρνί ...
- LÄMPCHEN, das... 1) η λυχνία:...
- LAMPE, die... 1) η λάμπα 2) Sonstiges: • die [kleine] Lampe [zB. auf dem Schreibtisch] ° το λαμπατέρ [Anm.:...
- LAMPION, der... • die Lampions ° τα λαμπιόνια [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
- LAND, das... 1) [im Gegensatz zur Stadt / ländliches Gebiet]: a) η εξοχή:...
- LANDADEL, der... • englischer Landadel ° αγγλική επαρχιώτικη αριστοκρατία // αγγλική αριστοκρατία της υπαίθρου [DF + (beide) GF aus: Gaby Hauptmann:...
- LANDAUSFLUG, der...LANDAUSFLUG,...
- LANDBEVÖLKERUNG, die...LANDBEVÖLKERUNG,...
- LANDBROT, das... (Bauernbrot, das) = το χωριατόψωμο ...
- LANDEBAHN, die... [eines Flughafens] = ο διάδρομος προσγείωσης ...
Nachher:
- LANDESHAUPTMANN, der... [eines österr. Bundeslandes] = ο κυβερνήτης της επαρχίας // ο κυβερνήτης του κρατιδίου:...
- LANDESHAUPTSTADT, die... • Landeshauptstädte [sc. jene Österreichs] ° πρωτεύουσες επαρχιών ...
- LANDESINNERES (das Landesinnere)... • im Landesinneren [sc. nicht am Meer] ° στην ενδοχώρα ...
- LANDESREGIERUNG, die... [eines österr. Bundeslandes] = η επαρχιακή κυβέρνηση ...
- LANDESWEIT... = εθνικός, -ή, -ό [bzw.] σε εθνική κλίμακα: • der erste landesweite [wörtl.:...
- LANDFLUCHT, die... [sc. die Zuwanderung ländlicher Bevölkerung in die Städte] = η αστυφιλία ...
- LANDHAUS, das... = το εξοχικό (σπίτι):...
- LANDLEBEN, das... = η ζωή της υπαίθρου: • das englische Landleben ° η ζωή της αγγλικής υπαίθρου ...
- LÄNDLICH... 1) ... της υπαίθρου:...