LANDBEVÖLKERUNG, die


• die Landbevölkerung / die ländliche Bevölkerung [im Gegensatz zur städtischen Be­völ­ke­rung]  °  οι κάτοικοι της υπαίθρου


Weitere Wörter:

Vorher
  • LAMA, das... = το λάμα ...
  • LAMENTIEREN... • das Lamentieren / das Raunzen / das (Herum-)Jammern ° η γκρίνια ...
  • LAMM, das... [sc. ein junges Schaf] = το αρνί ...
  • LAMMFLEISCH, das... 1) το αρνίσιο κρέας [bzw.] 2) [zB. im Restaurant]: το αρνί ...
  • LÄMPCHEN, das... 1) η λυχνία:...
  • LAMPE, die... 1) η λάμπα 2) Sonstiges: • die [kleine] Lampe [zB. auf dem Schreibtisch] ° το λαμπατέρ [Anm.:...
  • LAMPION, der... • die Lampions ° τα λαμπιόνια [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
  • LAND, das... 1) [im Gegensatz zur Stadt / ländliches Gebiet]: a) η εξοχή:...
  • LANDADEL, der... • englischer Landadel ° αγγλική επαρχιώτικη αριστοκρατία // αγγλική αριστοκρατία της υπαίθρου [DF + (beide) GF aus: Gaby Hauptmann:...
  • LANDAUSFLUG, der...LANDAUSFLUG,...
Nachher:
  • LANDBROT, das... (Bauernbrot, das) = το χωριατόψωμο ...
  • LANDEBAHN, die... [eines Flughafens] = ο διάδρομος προσγείωσης ...
  • LANDEN... 1) [Flugzeug]: προσγειώνομαι:...
  • LANDESHAUPTMANN, der... [eines österr. Bundeslandes] = ο κυβερνήτης της επαρχίας // ο κυβερνήτης του κρατιδίου:...
  • LANDESHAUPTSTADT, die... • Landeshauptstädte [sc. jene Österreichs] ° πρωτεύουσες επαρχιών ...
  • LANDESINNERES (das Landesinnere)... • im Landesinneren [sc. nicht am Meer] ° στην ενδοχώρα ...
  • LANDESREGIERUNG, die... [eines österr. Bundeslandes] = η επαρχιακή κυβέρνηση ...
  • LANDESWEIT... = εθνικός, -ή, -ό [bzw.] σε εθνική κλίμακα: • der erste landesweite [wörtl.:...
  • LANDFLUCHT, die... [sc. die Zuwanderung ländlicher Bevölkerung in die Städte] = η αστυφιλία ...