LANDESREGIERUNG, die

[eines österr. Bundeslandes]


=  η επαρχιακή κυβέρνηση


Weitere Wörter:

Vorher
  • LAND, das... 1) [im Gegensatz zur Stadt / ländliches Gebiet]: a) η εξοχή:...
  • LANDADEL, der... • englischer Landadel ° αγγλική επαρχιώτικη αριστοκρατία // αγγλική αριστοκρατία της υπαίθρου [DF + (beide) GF aus: Gaby Hauptmann:...
  • LANDAUSFLUG, der...LANDAUSFLUG,...
  • LANDBEVÖLKERUNG, die...LANDBEVÖLKERUNG,...
  • LANDBROT, das... (Bauernbrot, das) = το χωριατόψωμο ...
  • LANDEBAHN, die... [eines Flughafens] = ο διάδρομος προσγείωσης ...
  • LANDEN... 1) [Flugzeug]: προσγειώνομαι:...
  • LANDESHAUPTMANN, der... [eines österr. Bundeslandes] = ο κυβερνήτης της επαρχίας // ο κυβερνήτης του κρατιδίου:...
  • LANDESHAUPTSTADT, die... • Landeshauptstädte [sc. jene Österreichs] ° πρωτεύουσες επαρχιών ...
  • LANDESINNERES (das Landesinnere)... • im Landesinneren [sc. nicht am Meer] ° στην ενδοχώρα ...
Nachher:
  • LANDESWEIT... = εθνικός, -ή, -ό [bzw.] σε εθνική κλίμακα: • der erste landesweite [wörtl.:...
  • LANDFLUCHT, die... [sc. die Zuwanderung ländlicher Bevölkerung in die Städte] = η αστυφιλία ...
  • LANDHAUS, das... = το εξοχικό (σπίτι):...
  • LANDLEBEN, das... = η ζωή της υπαίθρου: • das englische Landleben ° η ζωή της αγγλικής υπαίθρου ...
  • LÄNDLICH... 1) ... της υπαίθρου:...
  • LANDMASCHINE, die... [zB. Traktor, Mähdrescher] = το αγροτικό μηχάνημα // το γεωργικό μηχάνημα (Pl.:...
  • LANDPÄCHTER, der / LANDPÄCHTERIN, die... [sc.:...
  • LANDSCHAFT, die... 1) το τοπίο:...
  • LANDSLEUTE, die... = οι συμπατριώτες: • er [sc....