LANDSCHAFT, die
1) το τοπίο:
• die politische und gesellschaftliche Landschaft ° το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο
• die Fernsehlandschaft ändert sich [durch das Hinzukommen immer neuer Sender] ° το τηλεοπτικό τοπίο αλλάζει
2) Sonstiges:
• die politische Landschaft (die politische Szenerie) [zB. in der BRD] ° το πολιτικό σκηνικό
Weitere Wörter:
Vorher
- LANDESHAUPTSTADT, die... • Landeshauptstädte [sc. jene Österreichs] ° πρωτεύουσες επαρχιών ...
- LANDESINNERES (das Landesinnere)... • im Landesinneren [sc. nicht am Meer] ° στην ενδοχώρα ...
- LANDESREGIERUNG, die... [eines österr. Bundeslandes] = η επαρχιακή κυβέρνηση ...
- LANDESWEIT... = εθνικός, -ή, -ό [bzw.] σε εθνική κλίμακα: • der erste landesweite [wörtl.:...
- LANDFLUCHT, die... [sc. die Zuwanderung ländlicher Bevölkerung in die Städte] = η αστυφιλία ...
- LANDHAUS, das... = το εξοχικό (σπίτι):...
- LANDLEBEN, das... = η ζωή της υπαίθρου: • das englische Landleben ° η ζωή της αγγλικής υπαίθρου ...
- LÄNDLICH... 1) ... της υπαίθρου:...
- LANDMASCHINE, die... [zB. Traktor, Mähdrescher] = το αγροτικό μηχάνημα // το γεωργικό μηχάνημα (Pl.:...
- LANDPÄCHTER, der / LANDPÄCHTERIN, die... [sc.:...
Nachher:
- LANDSLEUTE, die... = οι συμπατριώτες: • er [sc....
- LANDSMANN, der / LANDSMÄNNIN, die... 1) der Landsmann ° ο συμπατριώτης 2) die Landsmännin ° η συμπατριώτισσα ...
- LANDSTRASSE (Landstraße), die... = ο εξοχικός δρόμος ...
- LANDTAG, der... 1) το τοπικό κοινοβούλιο [bzw.] η τοπική βουλή: • der Tiroler Landtag [wörtl.:...
- LANDTAGS+... • ein Landtagsabgeordneter [des Landtages des Bundeslandes Salzburg] ° ένας τοπικός βουλευτής [DF+GF aus: Th. Bernhard:...
- LANDUNG, die... 1) [eines Flugzeugs]: η προσγείωση * (Pl.: οι προσγειώσεις) *[Anm.: synonym:...
- LANDWEG, der...LANDWEG,...
- LANDWIRT, der / LANDWIRTIN, die... 1) der Landwirt ° ο γεωργός [Anm.: synonym: der Bauer ° ο αγρότης] 2) die Landwirtin ° η γεωργός ...
- LANDWIRTSCHAFT, die... = η γεωργία ...