LANDWIRT, der / LANDWIRTIN, die
1) der Landwirt ° ο γεωργός [Anm.: synonym: der Bauer ° ο αγρότης]
2) die Landwirtin ° η γεωργός
Weitere Wörter:
Vorher
- LANDMASCHINE, die... [zB. Traktor, Mähdrescher] = το αγροτικό μηχάνημα // το γεωργικό μηχάνημα (Pl.:...
- LANDPÄCHTER, der / LANDPÄCHTERIN, die... [sc.:...
- LANDSCHAFT, die... 1) το τοπίο:...
- LANDSLEUTE, die... = οι συμπατριώτες: • er [sc....
- LANDSMANN, der / LANDSMÄNNIN, die... 1) der Landsmann ° ο συμπατριώτης 2) die Landsmännin ° η συμπατριώτισσα ...
- LANDSTRASSE (Landstraße), die... = ο εξοχικός δρόμος ...
- LANDTAG, der... 1) το τοπικό κοινοβούλιο [bzw.] η τοπική βουλή: • der Tiroler Landtag [wörtl.:...
- LANDTAGS+... • ein Landtagsabgeordneter [des Landtages des Bundeslandes Salzburg] ° ένας τοπικός βουλευτής [DF+GF aus: Th. Bernhard:...
- LANDUNG, die... 1) [eines Flugzeugs]: η προσγείωση * (Pl.: οι προσγειώσεις) *[Anm.: synonym:...
- LANDWEG, der...LANDWEG,...
Nachher:
- LANDWIRTSCHAFT, die... = η γεωργία ...
- LANDWIRTSCHAFTLICH... 1) αγροτικός, -ή, -ό:...
- LANDWIRTSCHAFTS+... • die Landwirtschaftspolitik (Agrarpolitik) ° η αγροτική πολιτική // η γεωργική πολιτική • Landwirtschaftsreformen (Agrarreformen) ° αγροτικές μεταρρυθμίσεις ...
- LANG (I) [iVm numerischen Größen, bzw. ... ...
- LANG (II) [im Gegensatz zu ... ...
- LANG (III) / LANGE [iSv: lange Zeit]...LANG (III) / LANGE [iS von: lange Zeit] Übersicht: 1) Konstruktionen mit καιρός: a) πολύς καιρός [bzw.] πολύ καιρό b) καιρός [bzw....
- LANG+ [plus Partizip]... [Anm.: Schreibweise:...
- LANGÄRMELIG... = μακρυμάνικος, -η, -ο: • eine weiße langärmelige Bluse ° μια λευκή μακρυμάνικη μπλούζα ...
- LANGATMIG... • langatmig / weitschweifig [zB. ein Text; eine Rede] ° μακροσκελής, -ής, -ές ...