LANGÄRMELIG


=  μακρυμάνικος, -η, -ο:

• eine weiße langärmelige Bluse  °  μια λευκή μακρυμάνικη μπλούζα


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher:
  • LANGATMIG... • langatmig / weitschweifig [zB. ein Text; eine Rede] ° μακροσκελής, -ής, -ές ...
  • LÄNGE, die... 1) το μήκος: • die Länge des Passwortes ° το μήκος του κωδικού 2) [lt. ΛΜΠ alltagssprachlich]: το μάκρος:...
  • LÄNGER... [iS von: (für) längere Zeit *] *[für sonstige Bedeutungen von "länger" s. unter lang (I) bzw. lang (II) ] Übersicht:...
  • LANGEWEILE, die... 1) η πλήξη: • Langeweile in der Freizeit ° πλήξη στον ελεύθερο χρόνο 2) η ανία ...
  • LANGFRISTIG... = μακροπρόθεσμος, -η, -ο: [vgl.: kurzfristig = βραχυπρόθεσμος, -η,...
  • LANGHAARIG... = μακρυμάλλης, -α, -ικο (Pl.: μακρυμάλληδες, μακρυμάλλες,...
  • LANGJÄHRIG... 1) πολυετής, -ής, -ές: • langjährige Erfahrung ° πολυετής πείρα [Anm.: auch:...
  • LANGLAUF+... • die Langlaufpiste [sc. Schilanglaufpiste] ° η πίστα δρόμων αντοχής ...
  • LANGLEBIG... 1) μεγάλης διάρκειας ζωής [bzw.] μακράς διάρκειας ζωής [bzw.] με μεγάλη / με μακρά διάρκεια ζωής:...