LANGÄRMELIG
= μακρυμάνικος, -η, -ο:
• eine weiße langärmelige Bluse ° μια λευκή μακρυμάνικη μπλούζα
Weitere Wörter:
Vorher
- LANDUNG, die... 1) [eines Flugzeugs]: η προσγείωση * (Pl.: οι προσγειώσεις) *[Anm.: synonym:...
- LANDWEG, der...LANDWEG,...
- LANDWIRT, der / LANDWIRTIN, die... 1) der Landwirt ° ο γεωργός [Anm.: synonym: der Bauer ° ο αγρότης] 2) die Landwirtin ° η γεωργός ...
- LANDWIRTSCHAFT, die... = η γεωργία ...
- LANDWIRTSCHAFTLICH... 1) αγροτικός, -ή, -ό:...
- LANDWIRTSCHAFTS+... • die Landwirtschaftspolitik (Agrarpolitik) ° η αγροτική πολιτική // η γεωργική πολιτική • Landwirtschaftsreformen (Agrarreformen) ° αγροτικές μεταρρυθμίσεις ...
- LANG (I) [iVm numerischen Größen, bzw. ... ...
- LANG (II) [im Gegensatz zu ... ...
- LANG (III) / LANGE [iSv: lange Zeit]...LANG (III) / LANGE [iS von: lange Zeit] Übersicht: 1) Konstruktionen mit καιρός: a) πολύς καιρός [bzw.] πολύ καιρό b) καιρός [bzw....
- LANG+ [plus Partizip]... [Anm.: Schreibweise:...
Nachher:
- LANGATMIG... • langatmig / weitschweifig [zB. ein Text; eine Rede] ° μακροσκελής, -ής, -ές ...
- LÄNGE, die... 1) το μήκος: • die Länge des Passwortes ° το μήκος του κωδικού 2) [lt. ΛΜΠ alltagssprachlich]: το μάκρος:...
- LÄNGER... [iS von: (für) längere Zeit *] *[für sonstige Bedeutungen von "länger" s. unter lang (I) bzw. lang (II) ] Übersicht:...
- LANGEWEILE, die... 1) η πλήξη: • Langeweile in der Freizeit ° πλήξη στον ελεύθερο χρόνο 2) η ανία ...
- LANGFRISTIG... = μακροπρόθεσμος, -η, -ο: [vgl.: kurzfristig = βραχυπρόθεσμος, -η,...
- LANGHAARIG... = μακρυμάλλης, -α, -ικο (Pl.: μακρυμάλληδες, μακρυμάλλες,...
- LANGJÄHRIG... 1) πολυετής, -ής, -ές: • langjährige Erfahrung ° πολυετής πείρα [Anm.: auch:...
- LANGLAUF+... • die Langlaufpiste [sc. Schilanglaufpiste] ° η πίστα δρόμων αντοχής ...
- LANGLEBIG... 1) μεγάλης διάρκειας ζωής [bzw.] μακράς διάρκειας ζωής [bzw.] με μεγάλη / με μακρά διάρκεια ζωής:...