LÄNGER

[iS von: (für) längere Zeit *]

       *[für sonstige Bedeutungen von "länger" s. unter lang (I) bzw. lang (II) ]


Übersicht:

1) περισσότερο

2) πιο πολύ

3) (παρα)πάνω

4) Sonstiges


1) περισσότερο:

• Ich weigere mich, diese Situation (diesen Zustand) [noch] länger zu dulden.

Εγώ αρνούμαι να ανεχθώ περισσότερο αυτή την κατάσταση.

• Ich [weibl.] werde bis 11 (Uhr) aufbleiben, aber nicht länger.

Θα μείνω ξυπνητή ως τις 11, αλλά όχι περισσότερο.

• Unser [Fuß-]Marsch wird viel länger dauern, als wir uns vorgestellt hatten, als wir aufbrachen.

Η πορεία μας θα κρατήσει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι φανταστήκαμε ξεκινώντας.

• Die Verhandlungen über den Beitritt (die Aufnahme) Spaniens [in die EG] werden ein bisschen länger dauern. [als jene be­treffend Portugal]

Οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ισπανίας θα διαρκέσουν λίγο περισσότερο.

• Es dauerte nicht länger (nicht mehr) als einige Sekunden.

Δεν κράτησε περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα.

• Die Dreharbeiten dauern nicht länger (nicht mehr) als 10 Tage.

Τα γυρίσματα δεν κρατάνε περισσότερο από δέκα μέρες.

• länger als (mehr als) 60 Jahre

περισσότερο από 60 χρόνια

• eine Woche länger als wir [waren sie in Athen geblieben]

μια βδομάδα περισσότερο από μας *


*[s. aber auch:]

• Fast immer dauern sie [sc. die Nachrichtensendungen im Fernsehen] etliche Minuten länger als vorgesehen.  °  Σχεδόν πάντα διαρκούν αρκετά λεπτά περισσότερα απ’ όσο προγραμματίζονται.     [Anm.: περισσότερα – in Abstimmung mit "λεπτά"]


2) πιο πολύ:

• es regnete nie länger (nie mehr) als zehn Tage hintereinander  °  ποτέ δεν έβρεξε πιο πολύ από δέκα μέρες συνέχεια

• Es ist unmöglich, dass ich das große Ereignis [noch] länger für mich behalte.  °  Είναι αδύνατο να κρατήσω πιο πολύ για τον εαυτό μου το μεγάλο γεγονός.


3) (παρα)πάνω:

• Ich [männl.] bin stets bereit, länger zu arbeiten, damit alles rechtzeitig erledigt wird.  °  Είμαι πάντα πρόθυμος να δουλεύω παραπάνω, ώστε να τακτοποιούνται όλα εγκαίρως.

• An Samstagen (Samstags) haben wir [= unser Geschäft] jetzt immer eine Stunde länger geöffnet (offen) [wörtl.: öffnen wir jetzt immer eine Stunde länger].  °  Τα Σάββατα ανοίγουμε τώρα πάντα μία ώρα παραπάνω.

• Das Bad darf nicht länger als (nicht über) zwanzig Minuten dauern.  °  Το μπάνιο δεν πρέπει να διαρκεί πάνω από είκοσι λεπτά.

• Sie brauchte nicht länger (nicht mehr) als fünf Minuten, [um] ...  °  Δεν χρειάστηκε παραπάνω από πέντε λεπτά [...]

• er blieb nicht länger (nicht mehr) als zwei Wochen [als Minister im Amt]  °  δεν έμεινε παραπάνω από δύο εβδομάδες


4) Sonstiges:

• 1922 lebt (wohnt) er in Wien, und danach länger (für längere Zeit) in Berlin.  °  Το 1922 μένει στη Βιέννη, και ύστερα για περισσότερο καιρό στο Βερολίνο.

• je langlebiger die[se] Produkte [sc. Gebrauchsgüter] sind, desto länger werden sie vermietet [bzw. verleast] werden können  °  όσο ανθεκτικότερα είναι τα προϊόντα τόσο μεγαλύτερο διάστημα θα μπορούν να ενοικιάζονται

• ich bedauerte, dass er [sc. der Himbeersaft] nicht länger (nicht über einen längeren Zeitraum) halt­bar war [wörtl.: nicht für einen längeren Zeitraum aufbewahrt werden konnte]  °  λυπόμουν που δεν μπορούσε να διατηρηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα

• Ich wollte nicht (mehr) länger dort drinnen bleiben. [sc.: in dem Raum]  °  Δεν ήθελα να μείνω άλλο εκεί μέσα.

• (für einen Zeitraum von) etwas länger (etwas mehr) als drei Monate(n)  °  για διάστημα λίγο μεγαλύτερο των τριών μηνών

• Probleme mit der Stromversorgung, die nicht länger als eine Stunde (an)dauerten  °  προβλήματα ηλεκτροδότησης που δεν ξεπέρασαν σε διάρκεια τη μία ώρα


Weitere Wörter:

Vorher
  • LANDWIRTSCHAFT, die... = η γεωργία ...
  • LANDWIRTSCHAFTLICH... 1) αγροτικός, -ή, -ό:...
  • LANDWIRTSCHAFTS+... • die Landwirtschaftspolitik (Agrarpolitik) ° η αγροτική πολιτική // η γεωργική πολιτική • Landwirtschaftsreformen (Agrarreformen) ° αγροτικές μεταρρυθμίσεις ...
  • LANG (I) [iVm numerischen Größen, bzw. ... ...
  • LANG (II) [im Gegensatz zu ... ...
  • LANG (III) / LANGE [iSv: lange Zeit]...LANG (III) / LANGE [iS von: lange Zeit] Übersicht: 1) Konstruktionen mit καιρός: a) πολύς καιρός [bzw.] πολύ καιρό b) καιρός [bzw....
  • LANG+ [plus Partizip]... [Anm.: Schreibweise:...
  • LANGÄRMELIG... = μακρυμάνικος, -η, -ο: • eine weiße langärmelige Bluse ° μια λευκή μακρυμάνικη μπλούζα ...
  • LANGATMIG... • langatmig / weitschweifig [zB. ein Text; eine Rede] ° μακροσκελής, -ής, -ές ...
  • LÄNGE, die... 1) το μήκος: • die Länge des Passwortes ° το μήκος του κωδικού 2) [lt. ΛΜΠ alltagssprachlich]: το μάκρος:...
Nachher:
  • LANGEWEILE, die... 1) η πλήξη: • Langeweile in der Freizeit ° πλήξη στον ελεύθερο χρόνο 2) η ανία ...
  • LANGFRISTIG... = μακροπρόθεσμος, -η, -ο: [vgl.: kurzfristig = βραχυπρόθεσμος, -η,...
  • LANGHAARIG... = μακρυμάλλης, -α, -ικο (Pl.: μακρυμάλληδες, μακρυμάλλες,...
  • LANGJÄHRIG... 1) πολυετής, -ής, -ές: • langjährige Erfahrung ° πολυετής πείρα [Anm.: auch:...
  • LANGLAUF+... • die Langlaufpiste [sc. Schilanglaufpiste] ° η πίστα δρόμων αντοχής ...
  • LANGLEBIG... 1) μεγάλης διάρκειας ζωής [bzw.] μακράς διάρκειας ζωής [bzw.] με μεγάλη / με μακρά διάρκεια ζωής:...
  • LANGLEBIGKEIT, die... [sc. lange Lebensdauer, Haltbarkeit, lange Funktions­tüchtig­keit (von Gebrauchsgütern)] 1) η μακρά διάρκεια ζωής // η μακροζωία [BSe s....
  • LÄNGLICH... 1) μακρόστενος, -η, -ο: • zwei längliche Briefe [sc. Briefkuverts] und einer in einem kleinen,...
  • LANGSAM... Α) [Adjektiv]: 1) αργός, -ή, -ό: • Er trank seinen Kaffee mit langsamen Bewegungen. ° Έπινε τον καφέ του με κινήσεις αργές....