LANG (II)

[im Gegensatz zu "kurz" (allgemein)]

 

Übersicht:

1) μακρύς, -ιά, -ύ  [bzw.]  μακρ(ι)ός, -(ι)ά, -(ι)ό

2) μεγάλος, -η, -ο

3) πολύς, πολλή, πολύ

4) Sonstiges

 

1) μακρύς, -ιά, -ύ  [bzw.]  μακρ(ι)ός, -(ι)ά, -(ι)ό:

[Anm.: s. aber auch Καρζής, Τα σωστά ελληνικά, S 227 f., wonach statt dessen die Adjektive "μακρόχρονος" (oder "μακροχρόνιος"), "μακρινός" und "μεγάλος" verwendet werden sollten]

 

• der lange Rock / der kurze Rock

η μακριά φούστα / η κοντή φούστα

• Er trug auch/sogar im Sommer immer lange Hosen und [langärmelige] Hemden.

Ακόμη και το καλοκαίρι φορούσε πάντα μακριά παντελόνια και πουκάμισα.

• er hatte eine furchtbar lange Nase

είχε μια φοβερά μακριά μύτη

• Die Fahrt [mit dem Taxi ans andere Ende der Stadt] war lang und öde.

Η διαδρομή ήταν μακριά κι ανιαρή.

• seine lange Abwesenheit

η μακριά απουσία του

• Das griechische Lied hat eine sehr lange Geschich­te.

Το ελληνικό τραγούδι έχει πολύ μακρά ιστορία.

• Wie für das erste, so war auch für das zweite Inter­view [mit dem Künstler] eine lange Vorbereitungs­zeit erforderlich.

Όπως για την πρώτη έτσι και για τη δεύτερη συνέντευξη απαιτήθηκε μακρά περίοδος προετοιμασίας.

• ein Besen mit einem langen Stiel

μια σκούπα με μακρύ κοντάρι

• wenn du diesen langen Brief von mir bekommen wirst

όταν θα λάβεις αυτό το μακρύ γράμμα μου

• eine lange Reise

ένα μακρύ ταξίδι

• der lange Kuss [zB. in einer Filmszene]

το μακρύ φιλί

• alles, was mehr lang als breit ist

οτιδήποτε είναι πιο μακρύ απ’ όσο πλατύ

• die Gänge [des Hotels] (waren) lang und weiß

οι διάδρομοι μακροί και άσπροι

• die langen Ferien

οι μακρές διακοπές

• nach langen Verhandlungen

μετά μακρές διαπραγματεύσεις

• lange Ärmel [bei einem Kleidungsstück]

μακριά μανίκια

• seine langen, schlanken Finger

τα μακριά λεπτά του δάχτυλα

• lange (Finger-)Nägel // langes Haar

μακριά νύχια // μακριά μαλλιά

• der längste Eisenbahntunnel Europas

η μακρύτερη σιδηροδρομική σήραγγα της Ευρώπης

• Einer der längsten Flüsse Europas ist die Donau.

Ένα από τα μακρύτερα ποτάμια της Ευρώπης είναι ο Δούναβης.

• er blieb für einen längeren Zeitraum in Italien

έμεινε για μακρύτερο διάστημα στην Ιταλία

• Je länger die Tilgungszeit (Tilgungs­dauer) [des Kredits] ist, desto niedriger ist die [Til­gungs-]Rate.

Όσο μακρύτερος είναι ο χρόνος εξόφλησης τόσο πιο χαμηλή είναι η δόση.

 

2) μεγάλος, -η, -ο:

• mit einem langen Kabel [führte sie das Tele­fon in ihr Zimmer]

με μεγάλο καλώδιο

• Mein erster Brief war nicht lang, eine drei viertel Seite, wenn ich mich recht erinnere.

Δεν ήταν μεγάλο το πρώτο μου γράμμα, τρία τέταρτα της σελίδας αν θυμάμαι καλά.

• Ungewöhnlich lang waren die Schlangen [von Wählern], die sich vor den Wahl­loka­len bildeten.

Ασυνήθιστα μεγάλες ήταν οι ουρές που σχηματίστηκαν έξω από τα εκλογικά κέντρα.

• eine lange Dialogszene [in dem Film]

μια μεγάλη σκηνή διαλόγου

• Ich [weibl.] fühlte mich ein bisschen müde nach jener langen [Auto-]Fahrt.

Ένιωθα λίγο κουρασμένη μετά από κείνη τη μεγάλη διαδρομή.

• Ich [weibl.] mache oft lange Spazier­gän­ge, allein.

Κάνω συχνά μεγάλους περιπάτους, μόνη μου.

 

3) πολύς, πολλή, πολύ:

• Nach langem Überlegen ...[haben wir uns ent­schlos­sen, ...]

Μετά από πολλή σκέψη [...]

• ohne langes Über­legen (= ohne lange zu überlegen / kurzerhand / kurz entschlos­sen)

χωρίς πολλή σκέψη

• nach langem Suchen [wörtl.: nach lan­gem (viel) Be­­hen] [fanden sie in dem über­­füllten Restau­rant einen leeren Tisch]

μετά από πολλή προσπάθεια

• Du hast schon einen langen (einen wei­ten) Weg [zum Therapieerfolg] zurück­ge­legt.

Εσύ έχεις ήδη κάνει πολύ δρόμο.

• Ich weiß, dass ich [bis zum Therapie­erfolg] noch einen langen (einen weiten) Weg vor mir habe.

Ξέρω ότι έχω ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου.

 

4) Sonstiges:

• die lange (weite) / kurze Fahrt  °  η μακρινή / κοντινή διαδρομή

• Es wird die längste Hitzewelle der letzten 25 Jahre sein. [sc. sieben aufeinanderfol­gen­­de Tage mit Temperaturen über 40 Grad im Juni]  °  Ο καύσωνας θα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών.

• nach so langem Warten [wörtl.: nach einer so langen Zeit des Wartens] [zB. am Grenz­über­gang]  °  μετά από τόση ώρα αναμονής

• Wie lang ist [= welche Länge hat / GF wörtl.: wie lange dauert] die Kündigungsfrist [bei diesem Job]?  °  Πόσο διαρκεί η προθεσμία καταγγελίας;   [DF+GF aus: Hueber-Gastro]

• So würde zwar mein Weg (meine Strecke) um zweihundert Kilometer länger werden (So würde sich zwar mein Weg {meine Strecke} um zweihundert Kilometer verlängern) [sc. wenn ich nicht wie bisher über Bulgarien, sondern über Griechenland in die Türkei reise], aber ich […].  °  Έτσι θα μάκραινε μεν η διαδρομή μου κατά διακόσια χιλιόμετρα, εγώ όμως [...].

• länger machen / verlängern [zB. Hosenbeine]  °  μακραίνω  [vgl.: kürzer machen / kürzen = κονταίνω]

• das Länger-Machen / das Verlängern [zB. von Hosenbeinen]  °  το μάκρεμα   [vgl.: das Kürzer-Machen / das Kürzen = το κόντεμα]

• der Lange [als saloppe bzw. spöttische Bezeichnung für jemanden, der sehr groß ge­wachsen ist]  °  ο ψηλέας

 

Weitere Wörter:

Vorher
  • LANDSTRASSE (Landstraße), die... = ο εξοχικός δρόμος ...
  • LANDTAG, der... 1) το τοπικό κοινοβούλιο [bzw.] η τοπική βουλή: • der Tiroler Landtag [wörtl.:...
  • LANDTAGS+... • ein Landtagsabgeordneter [des Landtages des Bundeslandes Salzburg] ° ένας τοπικός βουλευτής [DF+GF aus: Th. Bernhard:...
  • LANDUNG, die... 1) [eines Flugzeugs]: η προσγείωση * (Pl.: οι προσγειώσεις) *[Anm.: synonym:...
  • LANDWEG, der...LANDWEG,...
  • LANDWIRT, der / LANDWIRTIN, die... 1) der Landwirt ° ο γεωργός [Anm.: synonym: der Bauer ° ο αγρότης] 2) die Landwirtin ° η γεωργός ...
  • LANDWIRTSCHAFT, die... = η γεωργία ...
  • LANDWIRTSCHAFTLICH... 1) αγροτικός, -ή, -ό:...
  • LANDWIRTSCHAFTS+... • die Landwirtschaftspolitik (Agrarpolitik) ° η αγροτική πολιτική // η γεωργική πολιτική • Landwirtschaftsreformen (Agrarreformen) ° αγροτικές μεταρρυθμίσεις ...
  • LANG (I) [iVm numerischen Größen, bzw. ... ...
Nachher:
  • LANG (III) / LANGE [iSv: lange Zeit]...LANG (III) / LANGE [iS von: lange Zeit] Übersicht: 1) Konstruktionen mit καιρός: a) πολύς καιρός [bzw.] πολύ καιρό b) καιρός [bzw....
  • LANG+ [plus Partizip]... [Anm.: Schreibweise:...
  • LANGÄRMELIG... = μακρυμάνικος, -η, -ο: • eine weiße langärmelige Bluse ° μια λευκή μακρυμάνικη μπλούζα ...
  • LANGATMIG... • langatmig / weitschweifig [zB. ein Text; eine Rede] ° μακροσκελής, -ής, -ές ...
  • LÄNGE, die... 1) το μήκος: • die Länge des Passwortes ° το μήκος του κωδικού 2) [lt. ΛΜΠ alltagssprachlich]: το μάκρος:...
  • LÄNGER... [iS von: (für) längere Zeit *] *[für sonstige Bedeutungen von "länger" s. unter lang (I) bzw. lang (II) ] Übersicht:...
  • LANGEWEILE, die... 1) η πλήξη: • Langeweile in der Freizeit ° πλήξη στον ελεύθερο χρόνο 2) η ανία ...
  • LANGFRISTIG... = μακροπρόθεσμος, -η, -ο: [vgl.: kurzfristig = βραχυπρόθεσμος, -η,...
  • LANGHAARIG... = μακρυμάλλης, -α, -ικο (Pl.: μακρυμάλληδες, μακρυμάλλες,...