LANGFRISTIG


=  μακροπρόθεσμος, -η, -ο:

[vgl.: kurzfristig = βραχυπρόθεσμος, -η, -ο]

• die langfristigen Ziele  °  οι μακροπρόθεσμοι στόχοι

• die langfristige Sicherung der Wettbewerbsfähigkeit der deutschen Wirtschaft  °  η μακροπρόθεσμη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας

• mittelfristig oder langfristig [Adverb]  °  μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα


Weitere Wörter:

Vorher
  • LANDWIRTSCHAFTS+... • die Landwirtschaftspolitik (Agrarpolitik) ° η αγροτική πολιτική // η γεωργική πολιτική • Landwirtschaftsreformen (Agrarreformen) ° αγροτικές μεταρρυθμίσεις ...
  • LANG (I) [iVm numerischen Größen, bzw. ... ...
  • LANG (II) [im Gegensatz zu ... ...
  • LANG (III) / LANGE [iSv: lange Zeit]...LANG (III) / LANGE [iS von: lange Zeit] Übersicht: 1) Konstruktionen mit καιρός: a) πολύς καιρός [bzw.] πολύ καιρό b) καιρός [bzw....
  • LANG+ [plus Partizip]... [Anm.: Schreibweise:...
  • LANGÄRMELIG... = μακρυμάνικος, -η, -ο: • eine weiße langärmelige Bluse ° μια λευκή μακρυμάνικη μπλούζα ...
  • LANGATMIG... • langatmig / weitschweifig [zB. ein Text; eine Rede] ° μακροσκελής, -ής, -ές ...
  • LÄNGE, die... 1) το μήκος: • die Länge des Passwortes ° το μήκος του κωδικού 2) [lt. ΛΜΠ alltagssprachlich]: το μάκρος:...
  • LÄNGER... [iS von: (für) längere Zeit *] *[für sonstige Bedeutungen von "länger" s. unter lang (I) bzw. lang (II) ] Übersicht:...
  • LANGEWEILE, die... 1) η πλήξη: • Langeweile in der Freizeit ° πλήξη στον ελεύθερο χρόνο 2) η ανία ...
Nachher:
  • LANGHAARIG... = μακρυμάλλης, -α, -ικο (Pl.: μακρυμάλληδες, μακρυμάλλες,...
  • LANGJÄHRIG... 1) πολυετής, -ής, -ές: • langjährige Erfahrung ° πολυετής πείρα [Anm.: auch:...
  • LANGLAUF+... • die Langlaufpiste [sc. Schilanglaufpiste] ° η πίστα δρόμων αντοχής ...
  • LANGLEBIG... 1) μεγάλης διάρκειας ζωής [bzw.] μακράς διάρκειας ζωής [bzw.] με μεγάλη / με μακρά διάρκεια ζωής:...
  • LANGLEBIGKEIT, die... [sc. lange Lebensdauer, Haltbarkeit, lange Funktions­tüchtig­keit (von Gebrauchsgütern)] 1) η μακρά διάρκεια ζωής // η μακροζωία [BSe s....
  • LÄNGLICH... 1) μακρόστενος, -η, -ο: • zwei längliche Briefe [sc. Briefkuverts] und einer in einem kleinen,...
  • LANGSAM... Α) [Adjektiv]: 1) αργός, -ή, -ό: • Er trank seinen Kaffee mit langsamen Bewegungen. ° Έπινε τον καφέ του με κινήσεις αργές....
  • LANGSAMKEIT, die... = η βραδύτητα: • "Die Entdeckung der Langsamkeit" [Roman von Sten Nadolny] ° "Η ανακάλυψη της βραδύτητας" ...
  • LÄNGSMARKIERUNG, die... [auf Straßen] • die Längsmarkierungen ° οι κατά μήκος διαγραμμίσεις ...