LANGJÄHRIG


1) πολυετής, -ής, -ές:

• langjährige Erfahrung  °  πολυετής πείρα   [Anm.: auch: πολύχρονη πείρα  //  μακρο­χρόνια πείρα]

• an der Schule unterrichten (lehren) nur Professoren mit langjähriger Erfahrung  °  στο σχολείο διδάσκουν μόνο καθηγητές με πολυετή πείρα


2) πολύχρονος, -η, -ο:

• langjährige Erfahrung  °  πολύχρονη πείρα   [Anm.: auch: πολυετής πείρα  //  μακρο­χρόνια πείρα]


3) μακροχρόνιος, -ια, -ιο:

• Das vorliegende Buch bildet das Produkt meiner langjährigen Beschäftigung mit dem Werk von Odysseas Elytis.  °  Το παρόν βιβλίο αποτελεί προϊόν της μακροχρόνιας ενασχόλησής μου με το έργο του Οδυσσέα Ελύτη.

• langjährige Erfahrung  °  μακροχρόνια πείρα  [Anm.: auch: πολυετής πείρα  //  πολύ­χρονη πείρα]


Weitere Wörter:

Vorher
  • LANG (II) [im Gegensatz zu ... ...
  • LANG (III) / LANGE [iSv: lange Zeit]...LANG (III) / LANGE [iS von: lange Zeit] Übersicht: 1) Konstruktionen mit καιρός: a) πολύς καιρός [bzw.] πολύ καιρό b) καιρός [bzw....
  • LANG+ [plus Partizip]... [Anm.: Schreibweise:...
  • LANGÄRMELIG... = μακρυμάνικος, -η, -ο: • eine weiße langärmelige Bluse ° μια λευκή μακρυμάνικη μπλούζα ...
  • LANGATMIG... • langatmig / weitschweifig [zB. ein Text; eine Rede] ° μακροσκελής, -ής, -ές ...
  • LÄNGE, die... 1) το μήκος: • die Länge des Passwortes ° το μήκος του κωδικού 2) [lt. ΛΜΠ alltagssprachlich]: το μάκρος:...
  • LÄNGER... [iS von: (für) längere Zeit *] *[für sonstige Bedeutungen von "länger" s. unter lang (I) bzw. lang (II) ] Übersicht:...
  • LANGEWEILE, die... 1) η πλήξη: • Langeweile in der Freizeit ° πλήξη στον ελεύθερο χρόνο 2) η ανία ...
  • LANGFRISTIG... = μακροπρόθεσμος, -η, -ο: [vgl.: kurzfristig = βραχυπρόθεσμος, -η,...
  • LANGHAARIG... = μακρυμάλλης, -α, -ικο (Pl.: μακρυμάλληδες, μακρυμάλλες,...
Nachher:
  • LANGLAUF+... • die Langlaufpiste [sc. Schilanglaufpiste] ° η πίστα δρόμων αντοχής ...
  • LANGLEBIG... 1) μεγάλης διάρκειας ζωής [bzw.] μακράς διάρκειας ζωής [bzw.] με μεγάλη / με μακρά διάρκεια ζωής:...
  • LANGLEBIGKEIT, die... [sc. lange Lebensdauer, Haltbarkeit, lange Funktions­tüchtig­keit (von Gebrauchsgütern)] 1) η μακρά διάρκεια ζωής // η μακροζωία [BSe s....
  • LÄNGLICH... 1) μακρόστενος, -η, -ο: • zwei längliche Briefe [sc. Briefkuverts] und einer in einem kleinen,...
  • LANGSAM... Α) [Adjektiv]: 1) αργός, -ή, -ό: • Er trank seinen Kaffee mit langsamen Bewegungen. ° Έπινε τον καφέ του με κινήσεις αργές....
  • LANGSAMKEIT, die... = η βραδύτητα: • "Die Entdeckung der Langsamkeit" [Roman von Sten Nadolny] ° "Η ανακάλυψη της βραδύτητας" ...
  • LÄNGSMARKIERUNG, die... [auf Straßen] • die Längsmarkierungen ° οι κατά μήκος διαγραμμίσεις ...
  • LANGSPIELPLATTE, die... [mit 331/3 Umdrehungen pro Minute] [Kurzform: LP, die] 1) ο δίσκος μακράς διαρκείας // ο δίσκος τριάντα τριών στροφών 2) ο μεγάλος δίσκος:...
  • LÄNGSSTREIFEN, der... • es [sc. das Kleid = το φόρεμα] ist oben schwarz,...