LANGSPIELPLATTE, die

[mit 331/3 Umdrehungen pro Minute]

[Kurzform: LP, die]


1) ο δίσκος μακράς διαρκείας  //  ο δίσκος τριάντα τριών στροφών


2) ο μεγάλος δίσκος:

• In den Regalen […] stehen keine Bücher, nur LPs, CDs, Kassetten und […].  °  There are no books on the shelves […], just albums, CDs, cassettes and […].  °  Στα ράφια [...] δεν υπάρχουν βιβλία, μόνο μεγάλοι δίσκοι, CD, κασέτες και [...].   [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]


Weitere Wörter:

Vorher
  • LANGFRISTIG... = μακροπρόθεσμος, -η, -ο: [vgl.: kurzfristig = βραχυπρόθεσμος, -η,...
  • LANGHAARIG... = μακρυμάλλης, -α, -ικο (Pl.: μακρυμάλληδες, μακρυμάλλες,...
  • LANGJÄHRIG... 1) πολυετής, -ής, -ές: • langjährige Erfahrung ° πολυετής πείρα [Anm.: auch:...
  • LANGLAUF+... • die Langlaufpiste [sc. Schilanglaufpiste] ° η πίστα δρόμων αντοχής ...
  • LANGLEBIG... 1) μεγάλης διάρκειας ζωής [bzw.] μακράς διάρκειας ζωής [bzw.] με μεγάλη / με μακρά διάρκεια ζωής:...
  • LANGLEBIGKEIT, die... [sc. lange Lebensdauer, Haltbarkeit, lange Funktions­tüchtig­keit (von Gebrauchsgütern)] 1) η μακρά διάρκεια ζωής // η μακροζωία [BSe s....
  • LÄNGLICH... 1) μακρόστενος, -η, -ο: • zwei längliche Briefe [sc. Briefkuverts] und einer in einem kleinen,...
  • LANGSAM... Α) [Adjektiv]: 1) αργός, -ή, -ό: • Er trank seinen Kaffee mit langsamen Bewegungen. ° Έπινε τον καφέ του με κινήσεις αργές....
  • LANGSAMKEIT, die... = η βραδύτητα: • "Die Entdeckung der Langsamkeit" [Roman von Sten Nadolny] ° "Η ανακάλυψη της βραδύτητας" ...
  • LÄNGSMARKIERUNG, die... [auf Straßen] • die Längsmarkierungen ° οι κατά μήκος διαγραμμίσεις ...
Nachher:
  • LÄNGSSTREIFEN, der... • es [sc. das Kleid = το φόρεμα] ist oben schwarz,...
  • LÄNGST... [= vor/seit langem, vor/seit langer Zeit] 1) από καιρό: • einer gewissen,...
  • LÄNGSTENS... 1) το πολύ:...
  • LANGWEILEN... 1) [reflexiv:] sich langweilen ("mir ist langweilig"): a) πλήττω: • Ich glaube, sie hatte Angst (davor), sich zu langweilen....
  • LANGWEILIG... 1) πληκτικός, -ή, -ό: • Was für eine langweilige Frau! Sie macht kaum ihren Mund auf. [um mit uns zu reden] ° Τι πληκτική γυναίκα!...
  • LANGWIERIG... = χρονοβόρος, -ος/-α, -ο: • [ein] langwieriger Prozess ([ein] langwieriges Gerichtsverfahren) ° χρονοβόρα δίκη ...
  • LANGZEIT+... 1) … μακράς διάρκειας: • die Langzeitarbeitslosen ° οι άνεργοι μακράς διάρκειας [Anm.: auch: οι μακροχρόνια άνεργοι {bzw....
  • LAOS... [Staat in Südostasien] = το Λάος (Gen.: του Λάος / Akk.: το Λάος) ...
  • LAPPALIE, die... s. unter bzw. vgl. Kleinigkeit, die ...