LANDSMANN, der / LANDSMÄNNIN, die


1) der Landsmann  °  ο συμπατριώτης

2) die Landsmännin  °  η συμπατριώτισσα


Weitere Wörter:

Vorher
  • LANDESREGIERUNG, die... [eines österr. Bundeslandes] = η επαρχιακή κυβέρνηση ...
  • LANDESWEIT... = εθνικός, -ή, -ό [bzw.] σε εθνική κλίμακα: • der erste landesweite [wörtl.:...
  • LANDFLUCHT, die... [sc. die Zuwanderung ländlicher Bevölkerung in die Städte] = η αστυφιλία ...
  • LANDHAUS, das... = το εξοχικό (σπίτι):...
  • LANDLEBEN, das... = η ζωή της υπαίθρου: • das englische Landleben ° η ζωή της αγγλικής υπαίθρου ...
  • LÄNDLICH... 1) ... της υπαίθρου:...
  • LANDMASCHINE, die... [zB. Traktor, Mähdrescher] = το αγροτικό μηχάνημα // το γεωργικό μηχάνημα (Pl.:...
  • LANDPÄCHTER, der / LANDPÄCHTERIN, die... [sc.:...
  • LANDSCHAFT, die... 1) το τοπίο:...
  • LANDSLEUTE, die... = οι συμπατριώτες: • er [sc....
Nachher:
  • LANDSTRASSE (Landstraße), die... = ο εξοχικός δρόμος ...
  • LANDTAG, der... 1) το τοπικό κοινοβούλιο [bzw.] η τοπική βουλή: • der Tiroler Landtag [wörtl.:...
  • LANDTAGS+... • ein Landtagsabgeordneter [des Landtages des Bundeslandes Salzburg] ° ένας τοπικός βουλευτής [DF+GF aus: Th. Bernhard:...
  • LANDUNG, die... 1) [eines Flugzeugs]: η προσγείωση * (Pl.: οι προσγειώσεις) *[Anm.: synonym:...
  • LANDWEG, der...LANDWEG,...
  • LANDWIRT, der / LANDWIRTIN, die... 1) der Landwirt ° ο γεωργός [Anm.: synonym: der Bauer ° ο αγρότης] 2) die Landwirtin ° η γεωργός ...
  • LANDWIRTSCHAFT, die... = η γεωργία ...
  • LANDWIRTSCHAFTLICH... 1) αγροτικός, -ή, -ό:...
  • LANDWIRTSCHAFTS+... • die Landwirtschaftspolitik (Agrarpolitik) ° η αγροτική πολιτική // η γεωργική πολιτική • Landwirtschaftsreformen (Agrarreformen) ° αγροτικές μεταρρυθμίσεις ...