LANDSLEUTE, die


=  οι συμπατριώτες:

• er [sc. Thomas Bernhard] wurde von seinen Landsleuten gehasst und verehrt  °  μισήθηκε και λατρεύτηκε από τους συμπατριώτες του


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher:
  • LANDSMANN, der / LANDSMÄNNIN, die... 1) der Landsmann ° ο συμπατριώτης 2) die Landsmännin ° η συμπατριώτισσα ...
  • LANDSTRASSE (Landstraße), die... = ο εξοχικός δρόμος ...
  • LANDTAG, der... 1) το τοπικό κοινοβούλιο [bzw.] η τοπική βουλή: • der Tiroler Landtag [wörtl.:...
  • LANDTAGS+... • ein Landtagsabgeordneter [des Landtages des Bundeslandes Salzburg] ° ένας τοπικός βουλευτής [DF+GF aus: Th. Bernhard:...
  • LANDUNG, die... 1) [eines Flugzeugs]: η προσγείωση * (Pl.: οι προσγειώσεις) *[Anm.: synonym:...
  • LANDWEG, der...LANDWEG,...
  • LANDWIRT, der / LANDWIRTIN, die... 1) der Landwirt ° ο γεωργός [Anm.: synonym: der Bauer ° ο αγρότης] 2) die Landwirtin ° η γεωργός ...
  • LANDWIRTSCHAFT, die... = η γεωργία ...
  • LANDWIRTSCHAFTLICH... 1) αγροτικός, -ή, -ό:...