LANDADEL, der
• englischer Landadel ° αγγλική επαρχιώτικη αριστοκρατία // αγγλική αριστοκρατία της υπαίθρου [DF + (beide) GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]
Weitere Wörter:
Vorher
- LAKTOSE, die... (auch: Lactose, die) = η λακτόζη ...
- LAKTOSE+... • die Laktoseintoleranz ° η δυσανεξία στη λακτόζη // η δυσανοχή στη λακτόζη ...
- LAMA, das... = το λάμα ...
- LAMENTIEREN... • das Lamentieren / das Raunzen / das (Herum-)Jammern ° η γκρίνια ...
- LAMM, das... [sc. ein junges Schaf] = το αρνί ...
- LAMMFLEISCH, das... 1) το αρνίσιο κρέας [bzw.] 2) [zB. im Restaurant]: το αρνί ...
- LÄMPCHEN, das... 1) η λυχνία:...
- LAMPE, die... 1) η λάμπα 2) Sonstiges: • die [kleine] Lampe [zB. auf dem Schreibtisch] ° το λαμπατέρ [Anm.:...
- LAMPION, der... • die Lampions ° τα λαμπιόνια [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
- LAND, das... 1) [im Gegensatz zur Stadt / ländliches Gebiet]: a) η εξοχή:...
Nachher:
- LANDAUSFLUG, der...LANDAUSFLUG,...
- LANDBEVÖLKERUNG, die...LANDBEVÖLKERUNG,...
- LANDBROT, das... (Bauernbrot, das) = το χωριατόψωμο ...
- LANDEBAHN, die... [eines Flughafens] = ο διάδρομος προσγείωσης ...
- LANDEN... 1) [Flugzeug]: προσγειώνομαι:...
- LANDESHAUPTMANN, der... [eines österr. Bundeslandes] = ο κυβερνήτης της επαρχίας // ο κυβερνήτης του κρατιδίου:...
- LANDESHAUPTSTADT, die... • Landeshauptstädte [sc. jene Österreichs] ° πρωτεύουσες επαρχιών ...
- LANDESINNERES (das Landesinnere)... • im Landesinneren [sc. nicht am Meer] ° στην ενδοχώρα ...
- LANDESREGIERUNG, die... [eines österr. Bundeslandes] = η επαρχιακή κυβέρνηση ...